Τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ τοῦ Μεγάλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας ὁ κατὰ πλάτος Βίος.

[Ἐκ τοῦ «Νέου Θησαυροῦ» διασκευασθεὶς κατὰ τὸ λεκτικόν.]

ΠΟΛΛΟΙ ἄνθρωποι ὅταν ἴδουν τινά, ὅτι ἔχει βίον καὶ πλοῦτον πολύν, ἐπαινοῦν καὶ μακαρίζουν αὐτὸν καὶ λέγουν, ὅτι εἶναι εὐτυχέστερος πάντων τῶν ἀνθρώπων. Ἐγὼ δὲ οὐχὶ ἐπαινετὸν ὀνομάζω ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, οὐδὲ θαυμάζω τὸν πλοῦτον τὸν ὁποῖον ἔχει τὸν πολύν, ἀλλὰ μάλιστα ὡς δυστυχῆ καὶ ταλαίπωρον νομίζω αὐτόν, ὅταν δὲν ἔχῃ καὶ καμμίαν ἀπὸ τὰς γενικωτάτας καὶ καθολικὰς ἀρετάς, τοὐτέστι Σωφροσύνην ἢ Ἀνδρείαν ἢ Δικαιοσύνην ἢ Φρόνησιν. Διότι, ἐὰν ἔχῃ τις πλοῦτον πολύν, ἔπειτα εἶναι ὅλως διόλου δεδομένος εἰς τὰ πάθη καὶ σκορπίζει τὸν πλοῦτον ἐκεῖνον εἰς ἀτόπους ἐπιθυμίας, εἰς γυναῖκας πόρνας, εἰς νέους ἀσελγεῖς καὶ εἰς ἄλλας ὀρέξεις ψυχοβλαβεῖς, πῶς νὰ ἐπαινέσῃ τις ὡς φρόνιμον τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον καὶ νὰ μὴ τὸν νομίσῃ ἀθλιώτατον πάντων τῶν ἀνθρώπων; Ἢ πάλιν, ἐὰν εἶναί τις πλούσιος καὶ φοβεῖται πάντα ἄνθρωπον καὶ λυπεῖται νὰ ἐξοδεύσῃ τὸν βίον του ἤ, ἔχων πλοῦτον, ἁρπάζει καὶ πλεονεκτεῖ, ὁ τοιοῦτος εἶναι μωρὸς καὶ ἀπαίδευτος καὶ δὲν γνωρίζει πῶς νὰ κυβερνήσῃ τὸν τοσοῦτον πλοῦτον εἰς ἔργα θεάρεστα. Πῶς λοιπὸν εἶναι δίκαιον νὰ τὸν εἴπῃς ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον ἐπαινετὸν καὶ θαυμάσιον καὶ νὰ μὴ τὸν κατηγορήσῃς πλέον παρὰ τὸν πένητα; διότι ὁ πένης, ἐὰν καὶ φοβῆται πάντα, ἐὰν καὶ πλεονεκτῇ, ἐὰν καὶ ποιήσῃ κανὲν ἄπρεπον ἔργον, κακὴ μὲν εἶναι ἡ πρόφασίς του, διότι προφασίζεται προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, πλὴν ἔχει ὀλιγωτέραν κατηγορίαν. Ὅταν ὅμως εἶναί τις πλουτισμένος καὶ ἔχει παντοίαν ἀνάπαυσιν, χρήματα, κτήματα, δούλους, οἰκίας, ἀμπέλους, ἀγρούς, ποίαν ἀπολογίαν θέλει ἔχει ὁ τοιοῦτος νὰ εἴπῃ πρὸς τὸν Θεόν, ἐὰν ἀδικῇ καὶ πλεονεκτῇ καὶ ἁρπάζῃ τὰ ξένα καὶ ἀλλότρια;

Διὰ τοῦτο πρέπει τοὺς πλουσίους, οἵτινες εἷναι δεδομένοι εἰς τὰς ἀτόπους ἐπιθυμίας καὶ πλεονεξίας, νὰ μὴ τοὺς ἐπαινῇ τις, οὐδὲ νὰ τοὺς ὀνομάζῃ εὐτυχισμένους, ἀλλὰ νὰ τοὺς θεωρῇ ὡς ἐλεεινοτέρους καὶ ἀθλιωτέρους πάντων τῶν πτωχῶν. Διότι, ὅταν βλέπῃς πλούσιον, ὅτι ἀγωνίζεται ἡμέρας καὶ νυκτὸς εἰς τὸ πῶς νὰ αὐξήσῃ τὰ χρήματά του καὶ φιλαργυρεῖ νὰ ἀγοράσῃ τὰ πρὸς τὴν χρείαν τοῦ σώματος ἐπιτήδεια, στερεῖται δὲ τροφῆς καὶ ἐνδυμάτων, τὰ ὁποῖα οἱ πένητες τὰ ἔχουσι περισσά· ὅταν περιπατῇ συλλογιζόμενος καὶ ἀριθμῶν μὲ τὸν λογισμόν του τοὺς τόκους καὶ τὰ κέρδη τῶν χρημάτων του· ὅταν ἀπὸ τὴν ἔννοιαν καὶ τὸν φόβον τοῦ πλούτου ἀγρυπνῇ, πῶς νὰ καλέσῃς τὸν τοιοῦτον πλούσιον εὐτυχῆ καὶ μακαριστόν; Ὅταν δὲ πάλιν ἐκ τοῦ


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Θ’.

[2] Βλέπε τὰ περὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰς τὴν κα’ (21ην) Μαΐου ὅτε ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη αὐτοῦ (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Ε’).

[3] Ἡ πόλις Τρέβηροι (λατινιστὶ Augusta Trevirorum) εἶναι ἡ σημερινὴ πόλις τῆς Γερμανίας Τρὶρ (Τrier).

[4] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν 6ην Νοεμβρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΑ’).

[5] Λέγουσι δέ τινες, ὅτι αὕτη ἡ κρύψασα τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον ἦτο ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ ἡ Παρθένος, ἡ ἑορταζομένη τὴν ε’ (5ην) Ἰανουαρίου. (Βλέπε σελ. 105 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).

[6] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν 12ην Φεβρουαρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Β’).

[7] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὸν Βίον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, σελ. 35-36 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου.

[8] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν κα’ (21ην) Φεβρουαρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Β’).