Τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ τοῦ Μεγάλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας ὁ κατὰ πλάτος Βίος.

ὑμῶν ὑπάρχει ὅστις νὰ μὴ γνωρίζῃ τοὺς πειρασμούς, οἵτινες συνέβησάν ποτε εἰς τὸν Μεγάλον Ἀθανάσιον, τὸν λαμπρὸν Κήρυκα τῆς εὐσεβείας καὶ πῶς ἐξωρίσθη εἰς τὰς Γαλλίας οἰκονομικῶς παρὰ τοῦ πατρός μου καὶ ἐκεῖ εὑρίσκετο μετ’ ἐμοῦ ἐν τῇ πόλει Τρεβήροις [3]· διότι καὶ ὁ μακαρίτης πατήρ μου δὲν κατεδίκασεν αὐτὸν εἰς ἀειφυγίαν καὶ νὰ μὴ ἔχῃ πλέον ἀνάκλησιν, ἀλλ’ ἐσκέπτετο πάλιν νὰ τὸν ἀποκαταστήσῃ εἰς τὸν θρόνον του· διὰ τοῦτο καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνῃ παρήγγειλεν εἰς ἐμὲ τὸν μεγαλύτερον υἱὸν αὐτοῦ κατὰ διαδοχὴν νὰ δώσω εἰς αὐτὸν τὸν θρόνον του. Προστάττομεν ὅθεν καὶ ὑμᾶς, τώρα μὲν νὰ τὸν δεχθῆτε μετὰ πάσης τιμῆς καὶ εὐλαβείας καὶ νὰ τὸν προϋπαντήσητε ὅλοι σας ὡς Ἀρχιερέα καὶ ποιμένα καὶ διδάσκαλον τῆς εὐσεβείας· μετὰ δὲ ταῦτα πάλιν, καιροῦ καλοῦντος, νὰ τὸν στείλητε πρός με, διὰ νὰ τὸν τιμήσω καὶ ἐγὼ καθὼς πρέπει.

Μὲ αὐτὰς τὰς ἐπιστολὰς ἐλθὼν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἐξῆλθεν ὃλον τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν, Ἱερεῖς, λαϊκοί, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδία καὶ προϋπήντησαν αὐτὸν μετὰ πάσης χαρᾶς. Ἰδόντες δὲ πάλιν οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἁγίου, ὅτι δὲν κατώρθωσαν τίποτε, στέλλουν ἐπιστολὰς εἰς τὸν Εὐσέβιον, νὰ ἐνεργήσῃ σκάνδαλα κατ’ αὐτοῦ· ἐκεῖνος δέ, ὡς ὑπάρχων σκεῦος τοῦ διαβόλου πεπονηρευμένον, εὗρε δύο ἐγκλήματα· ἓν μέν, ὃτι χωρὶς τὴν διαταγὴν τῆς Συνόδου, ἥτις τὸν καθῄρεσεν, ἀνεκλήθη εἰς τὸν θρόνον του, δεύτερον δέ, ὅτι ἔχει μίαν χεῖρα νεκράν, τὴν ὁποίαν ἔκοψεν ἀπό τινα ἄνθρωπον, Ἀρσένιον λεγόμενον, καὶ δι’ ἐκείνης κάμνει μαγείας καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἀγαπᾷ ὁ μωρὸς λαός. Ταῦτα τὰ ἐγκλήματα πλάσας ὁ Εὐσέβιος, τὰ ἀνέφερεν εἰς τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον καὶ παρευθὺς διέταξε νὰ συναχθῇ Σύνοδος τῶν Ἀρχιερέων εἰς τὴν Τύρον νὰ τὰ ἐξετάσουν ἀπέστειλε δὲ καὶ ἐπιτηρητὴν τῆς Συνόδου, ἕνα μέγαν ἄρχοντα ἰδικόν του, Ἀρχέλαον λεγόμενον· ἔγραψε δὲ καὶ εἰς τὸν ἔπαρχον τῆς Φοινίκης, Νόγον ὀνόματι, νὰ ὑπερμαχήσῃ καὶ αὐτός, ἐὰν δὲ ἀληθῶς ὁ Ἀθανάσιος εἶναι ἔνοχος, νὰ τὸν ἐξορίσῃ δικαίως. Ὡς δὲ συνήχθη ἡ Σύνοδος τῶν Ἀρχιερέων εἰς τὴν Τύρον, ἥτις εἶναι πόλις τῆς Φοινίκης, προσεκάλεσαν τὸν Ἀθανάσιον νὰ ὑπάγῃ νομίζοντες ὅτι θέλουν δυνηθῆ νὰ ἀποδείξουν τὸ περὶ τῆς μαγείας ἔγκλημα, διότι δὲ ἐφαντάζοντο ποτὲ ὃτι θὰ ἐλάμβανε τὸ θάρρος νὰ παρρησιασθῇ εἰς τὸ μέσον ὁ Ἀρσένιος.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Θ’.

[2] Βλέπε τὰ περὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰς τὴν κα’ (21ην) Μαΐου ὅτε ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη αὐτοῦ (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Ε’).

[3] Ἡ πόλις Τρέβηροι (λατινιστὶ Augusta Trevirorum) εἶναι ἡ σημερινὴ πόλις τῆς Γερμανίας Τρὶρ (Τrier).

[4] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν 6ην Νοεμβρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΑ’).

[5] Λέγουσι δέ τινες, ὅτι αὕτη ἡ κρύψασα τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον ἦτο ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ ἡ Παρθένος, ἡ ἑορταζομένη τὴν ε’ (5ην) Ἰανουαρίου. (Βλέπε σελ. 105 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).

[6] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν 12ην Φεβρουαρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Β’).

[7] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὸν Βίον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, σελ. 35-36 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου.

[8] Βλέπε περὶ τούτου εἰς τὴν κα’ (21ην) Φεβρουαρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Β’).