αὐτὸς μόνος ὁμολογῇ τὴν ἀσθένειάν του, δὲν πρέπει ἡμεῖς νὰ τὸν φοβώμεθα, ἀλλὰ νὰ θαρρῶμεν εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, ὅστις εἶναι μεθ’ ἡμῶν καὶ μᾶς φυλάττει, ὅτι ἐὰν εὕρωσιν ἡμᾶς δειλιῶντας καὶ φοβουμένους, αὐξάνουσι καὶ αὐτοὶ τὴν δειλίαν εἰς τὴν φαντασίαν μας καὶ μᾶς φοβερίζουν· ὅταν δὲ μᾶς βλέπωσι χαίροντας καὶ εὐφραινομένους εἰς Κύριον καὶ λογιζομένους τὰ μέλλοντα ἀγαθά, δὲν δύνανται ποσῶς νὰ μᾶς βλάψωσιν, ἀλλὰ βλέποντες τὴν ψυχὴν ἠσφαλισμένην μὲ τοιούτους ἀγαθοὺς λογισμούς, στρέφουσι κατησχυμμένοι καὶ ἄπρακτοι».
Αὐτὰ καὶ ἕτερα πλείονα ἔλεγεν ὁ Μέγας Ἁντώνιος εἰς τοὺς Μοναγούς. Οἱ δὲ θαυμάζοντες τὴν χάριν, τὴν ὁποίαν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος, νὰ διακρίνῃ τὰ πνεύματα, προέκοπτον εἰς τὴν ἀρετὴν περισσότερον. Ἐνήστευον, προσηύχοντο, εἶχον πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην μεγάλην καὶ συμπάθειαν, ἐπλήθαινον τὰ Μοναστήρια, καὶ ἦτο μὲν μέγα τὸ πλῆθος τῶν Ἀσκητῶν, πλὴν ἦτο εἰς ὅλους μία γνώμη καὶ ἓν φρόνημα, χωρὶς φιλονεικίαν ἢ ἄλλην προστριβήν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἡσύχαζεν εἰς τὸ οἰκητήριον αὐτοῦ, ἐνθυμούμενος καθ’ ἑκάστην τὰς οὐρανίους Μονάς, ἔχων δὲ εἰς αὐτὰς τὸν πόθον του, ἐστέναζε καθημερινῶς βλέπων τὴν πολιτείαν, τὴν ὁποίαν διάγομεν καὶ ἠσχύνετο νὰ φάγῃ ἢ νὰ κοιμηθῇ τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς ἐνθυμούμενος, πολλάκις δὲ θέλων νὰ φάγῃ μὲ ἄλλους Μοναχούς, στοχαζόμενος τὴν πνευματικὴν τροφήν, ἄφηνε τὴν σωματικὴν καὶ ἀνεχώρει, ἔχων δὲ δι’ ἐντροπὴν νὰ τὸν βλέπουν τρώγοντα, ἤσθιε κατὰ μόνας. Ἄλλοτε πάλιν ἔτρωγε μὲ τοὺς ἄλλους Μοναχοὺς διὰ νὰ τοὺς διδάσκῃ τὰ χρειαζόμενα, λέγων· «Ὅλον τὸν χρόνον τῆς ζωῆς μας καὶ τὴν σπουδὴν πᾶσαν καὶ σχολὴν πρέπει νὰ δαπανῶμεν εἰς ὠφέλειαν τῆς ψυχῆς, διὰ νὰ μὴ αἰχμαλωτίζεται αὐτὴ ἡ δέσποινα ἀπὸ τὰς ἡδονὰς καὶ ὀρέξεις τοῦ ὑποκειμένου σώματος, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ σῶμα, ὅπερ εἶναι δοῦλος, νὰ κάμνῃ τῆς κυρίας ψυχῆς τὸ θέλημα διότι τοῦτο προστάσσει ὁ Κύριος λέγων· «Νὰ μὴ μεριμνῶμεν διὰ βρώματα, ἐνδύματα καὶ τὰ λοιπά».
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτο διωγμὸς μέγας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, Μαξιμίνου τοῦ δυσσεβοῦς βασιλεύοντος. Ἔχων δὲ πόθον νὰ μαρτυρήσῃ διὰ τὸν Χριστὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐπῆγε μετά τινων μαθητῶν του καὶ ἐστερέωνε, τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας μὲ ὠφελίμους λόγους καὶ ὑποδείγματα, εἰσερχόμενος εἰς τὰς φυλακὰς καὶ εἰς τὰ δικαστήρια ἀφόβως καὶ συνοδεύων αὐτοὺς ἕως καὶ εἰς αὐτὴν τὴν τελείωσιν. Ὁ δὲ δικαστής, ἰδὼν τὴν σπουδὴν αὐτοῦ καὶ τὸ ἄφοβον, προσέταξε νὰ μὴ παρευρίσκεται πλέον τις