ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Μέγας Πατὴρ ἡμῶν ἐγεννήθη ἐν Αἰγύπτῳ κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ ἀσεβεστάτου Δεκίου ἐν ἔτει σνα’ (251). Οἱ γονεῖς του ἦσαν Χριστιανοὶ καὶ ἀνέθρεψαν αὐτὸν εὐσεβῶς, πλὴν ὅμως γράμματα δὲν ἠθέλησε νὰ μάθῃ, διότι ἦτο ἐκ φύσεως ἀπονήρευτος καὶ δὲν ἐπεθύμει νὰ συναναστρέφεται μὲ ἄλλους παῖδας οὔτε νὰ ἔχῃ φροντίδα καὶ σύγχυσιν. Εἶχε δὲ πόθον νὰ πηγαίνῃ τακτικὰ μὲ τοὺς γονεῖς αὐτοῦ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπου ἠκροάζετο μὲ προσοχὴν τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα φυλάττων νουνεχῶς εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ τὴν ἐκ τούτων ὠφέλειαν. Ποτὲ δὲν ἐζήτησε καλὰ φαγητὰ ἢ ὡραῖα ἐνδύματα ἢ ἄλλα θελήματα ἄκαιρα κατὰ τὴν τῶν νέων συνήθειαν, ἀλλ’ ἐπορεύετο ὡς ἤθελεν εὕρει εἰς τὸν οἶκόν των. Μετὰ τὸν θάνατον τῶν γονέων αὐτοῦ ἔμεινε μὲ τὴν ἀδελφήν του καὶ ἐφρόντιζε τὰς ὑπηρεσίας τῆς οἰκίας εἰς ὅλα μὲ τὴν ἐμπρέπουσαν ἐπιμέλειαν. Ἦτο δὲ τότε χρόνων δέκα ὀκτὼ ἢ καὶ εἴκοσι καὶ ποτὲ δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τὴν ἀκολουθίαν, πάντοτε δὲ διελογίζετο τὰ κατορθώματα τῶν Ἁγίων, πῶς ἀφῆκαν ὅλον τὸν βίον των καὶ ἠκολούθησαν τὸν Χριστόν, Ἀπόστολοι, Μάρτυρες καὶ οἱ λοιποὶ ἃπαντες.
Ταῦτα ἐνθυμούμενος εἰσῆλθέ ποτε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἤκουσε τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον εἷπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν πλούσιον ἐκεῖνον· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». (Ματθ. ιθ’ 21). Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἅγιος ἔκρινεν, ὅτι ἀποκλειστικὰ δι’ αὐτὸν τὰ ἔλεγε τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἐξελθὼν δὲ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν ἐχάρισεν εἰς τοὺς γείτονάς του, οἵτινες ἦσαν πτωχοί, ὅλα του τὰ κτήματα, τὸν ἀριθμὸν τριακόσια, ἅτινα ἦσαν ἐξαιρετικῶς εὔφορα, διὰ νὰ μὴ ἐμποδίσουν αἱ φροντίδες αὐτὸν καὶ τὴν ἀδελφήν του εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας. Τὰ δὲ ἀργύρια, τὰ ὁποῖα ἐπῆρεν, ἔδωκε τὰ περισσότερα εἰς τοὺς πτωχούς, τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἐκράτησε διὰ τὴν ἀδελφήν του. Μετὰ ταῦτα, μεταβὰς καὶ πάλιν εἰς τὸν Ναόν, ἤκουσε τοῦ Εὐαγγελίου λέγοντος· «Μὴ μεριμνήσητε περὶ τὴν αὔριον». Ὅθεν ἔδωκε καὶ τὰ ὑπόλοιπα εἰς τοὺς πτωχούς, τὴν δὲ ἀδελφὴν παρέδωσεν εἰς παρθενῶνα νὰ ἀνατρέφεται, αὐτὸς δὲ ἠσκήτευε πλησίον εἰς τὸν οἶκόν του, ὅτι ἀκόμη δὲν ἦσαν Μοναστήρια εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀλλ’ ὅστις ἤθελε νὰ ἀγωνισθῇ, ἔκτιζε κελλίον εἰς ἀπόκεντρον μέρος πλησίον τοῦ χωρίου του καὶ ἡσύχαζεν.