Διέμεινε λοιπὸν εἰς τὸ φρούριον ἐκεῖνο ὁ Ἅγιος χρόνους εἴκοσι χωρὶς νὰ ἐξέρχεται οὔτε νὰ βλέπεται ὑπ’ οὐδενός. Μετὰ ταῦτα ὃμως συνήχθησαν πολλοί, θέλοντες νὰ μιμηθοῦν τὴν ἄσκησιν αὐτοῦ καὶ χαλάσαντες βιαίως τὴν θύραν, εὗρον τὸν Ὅσιον καὶ ἐθαύμασαν ἰδόντες ὅτι οὔτε παχύτερος ἦτο, οὔτε ἀδυνατώτερος, ἀλλὰ καθὼς ἦτο πρότερον. Ἐπίσης ἡ ψυχική του διάθεσις καὶ ἡ ὄψις του οὔτε λύπην ἢ σκυθρωπότητα ἐδείκνυεν, οὔτε χαρὰν καὶ γέλωτα, ἀλλ’ ἦτο ἀκέραιος εἰς ὅλα ἀφ’ ἑαυτοῦ κυβερνώμενος. Πολλοὺς δὲ ἀπὸ τοὺς παρευρεθέντας τότε ἀσθενεῖς ἐθεράπευσε καὶ πολλοὺς ἀπὸ ἐνοχλήσεις δαιμόνων ἠλευθέρωσε. Τοσαύτην δὲ χάριν εἶχεν ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου, ὥστε τοὺς θλιβομένους παρηγόρει, τοὺς ἐχθρευομένους εἰρήνευε καὶ πάντας ἐδίδασκε νὰ προκρίνουν τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ὁ πολυέλεος δι’ ἀγάπην μας ἐσταυρώθη. Μὲ τὰς ψυχωφελεῖς λοιπὸν νουθεσίας αὐτοῦ ἔκαμε πολλοὺς καὶ ἐμόνασαν· ὅθεν ἔκτισαν εἰς τὰ ὄρη ἐκεῖνα Μοναστήρια καὶ ἔγινεν ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς πόλις ἡ ἔρημος.
Ἕνα καιρὸν ἦτο ἀνάγκη νὰ περάσῃ τὸν ποταμὸν Νεῖλον διὰ νὰ ἐπισκεφθῇ τινας ἀδελφούς, ποιήσας δε τὴν προσευχήν του ἀνέβη αὐτὸς καὶ ἡ συνοδεία του ἐπάνω εἰς τοὺς κροκοδείλους, καθότι πλοιάριον ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχε καὶ διεπέρασαν ἀβλαβεῖς. Ἐπιστρέψας δὲ πάλιν εἰς τὸ Μοναστήριον αὐτοῦ, ἠγωνίζετο ὡς τὸ πρότερον, καὶ διαλεγόμενος συνεχῶς ηὔξανε τὴν προθυμίαν τῶν Μοναχῶν, παρεκίνει δὲ καὶ ἄλλους εἰς τὸν ἔρωτα τῆς ἀσκήσεως· ὅθεν εἰς ὀλίγον καιρὸν ἔγιναν πολλὰ Μοναστήρια, τῶν ὁποίων πάντων ἦτο ὁ Ἅγιος Πατὴρ καὶ Ἡγούμενος. Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν συναχθέντες πάντες οἱ Μοναχοὶ παρεκάλεσαν τὸν Ἅγιον νὰ τοὺς εἴπῃ λόγον σωτηρίας, ὁ δὲ μέγας οὗτος Πατὴρ ἐδίδαξεν αὐτοὺς οὕτω μὲ αἰγυπτίαν διάλεκτον. «Ἀρκοῦσιν αἱ Γραφαὶ πρὸς διδασκαλίαν μας, ἀλλὰ καλὸν εἶναι νὰ στερεώνῃ καὶ ὁ εἷς τὸν ἄλλον μὲ λόγους ψυχωφελεῖς. Σεῖς λοιπόν, ὡς τέκνα, λέγετε πρός με ὅσα γνωρίζετε, ἐγὼ δὲ πάλιν ὡς γεροντότερος θὰ σᾶς εἴπω ὅσα μὲ πεῖραν καὶ δοκιμὴν ἐγνώρισα».
«Ἡ πρώτη σας σπουδή, τέκνα μου, πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐπιμέλεια τῆς ἀσκήσεως, τὴν ὁποίαν δὲν πρέπει ποτὲ νὰ βαρύνεσθε ἢ νὰ ἀμελῆτε ὅσον καὶ ἂν εἰς αὐτὴν ἐπὶ μακρὸν κοπιάσητε, ἀλλὰ καθ’ ἑκάστην νὰ ἔχητε ἴσην τὴν προθυμίαν καὶ μάλιστα ὅσον δύνασθε περισσοτέραν, ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι πολὺ ὀλίγη συγκρινομένη μὲ τὴν μέλλουσαν. Ἐὰν δὲ κοπιάσωμεν ὀλίγους χρόνους ἐδῶ πρόσκαιρα, θέλομεν