εἰς τὸν οὐρανόν; διὰ τὴν πρόγνωσιν τῶν μελλόντων; ὄχι· διότι αὐτὸ τὸ προτέρημα τὸ εἶχον καὶ ἄλλοι κατώτεροι, καὶ μάλιστα ὁ Ἀντώνιος, αὐτὸς προέβλεπε καὶ τὶς ἔρχεται εἰς τὴν ἔρημον νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ τὶ μέλλει νὰ τοῦ εἴπῃ καὶ ποῖος κινδυνεύει εἰς τὴν ὁδὸν ἐξ ἐκείνων, οἵτινες ἤρχοντο, καὶ ἀπέθανεν ἀπὸ δίψαν. Διὰ τοῦτο, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἔστειλεν ὕδωρ εἴς τινα, ὅστις ἐκινδύνευεν· οὗτος ὄχι μόνον αὐτὰ προέβλεπεν, ἀλλὰ καὶ τίς ἀπέθανε ταύτην τὴν ὥραν, καὶ τίς τὴν ἄλλην, καὶ ποῖοι τύραννοι μέλλουν νὰ ἔλθωσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰς τὰς ψυχὰς ἔβλεπεν ὅταν ἀνέβαινον εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον ὅστις τὰς ἠμπόδιζε καὶ ποίας ψυχὰς ἔφθανε καὶ ἔρριπτε κάτω. Αὐτὰς ὅλας τὰς ὀπτασίας καὶ προγνώσεις, μαρτυρεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅτι διὰ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του εἶχεν ὁ Ἀντώνιος, ἀκόμη καὶ τὰ ἀποστολικὰ θαύματα, τὸ νὰ ἀνασταίνῃ νεκρούς, νὰ διώκῃ δαίμονας, νὰ θεραπεύῃ ἀσθενείας καὶ ἄλλα τοιαῦτα ὑπερφυσικὰ ἔργα. Λοιπὸν διὰ τοιαῦτα ἐγὼ δὲν λέγω πῶς νὰ δοξάζωνται οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Προφῆται, ἀλλὰ μάλιστα διὰ τοῦτο, ὅτι ἠξιώθησαν νὰ ἴδωσι τὸν Θεὸν καθ’ ὅσον εἶναι δυνατὸν εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν. Καὶ κατὰ τοῦτο τὸ προνόμιον ὁ Ἀντώνιος δὲν εἶναι κατώτερος, μάλιστα φοβοῦμαι, μήπως εἶναι ἀνώτερος καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Προφήτας διότι καὶ τὴν πρόγνωσιν τῶν Προφητῶν εἶχε καὶ θεῖον φῶς εἶδε [1], καὶ θείας φωνὰς ἤκουσε παρόμοια μὲ τοὺς τρεῖς στύλους τῶν Ἀποστόλων, καὶ περισσότερον ἀπὸ αὐτὸν τὸν Μωϋσῆ, καὶ πρόσεχε νὰ βεβαιωθῇς.
Αὐτὸς καθὼς ἀφῆκε τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ διεμοίρασε τὰ πλούτη αὐτοῦ τοῖς πτωχοῖς, δεν εὕρισκε Μοναστήριον εἰς τὴν ἔρημον διὰ νὰ ὑπάγῃ, ἀλλὰ μνήματά τινα μακρόθεν τοῦ κόσμου, εἰς αὐτὰ ὑπήγαινε καὶ ἐκλείετο ἐντὸς αὐτῶν πολλὰς ἡμέρας, παραγγείλας εἴς τινα φίλον αὐτοῦ τόσας ἡμέρας νὰ τοῦ κομίζῃ ἄρτον καὶ ὕδωρ· αὐτὸ τὸ ἔργον βλέπων ὁ διάβολος δὲν τὸ ὑπέφερεν, ἀλλὰ καὶ ἐφοβεῖτο μήπως κατ’ ὀλίγον συνηθίσῃ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ὁ Ἀντώνιος νὰ μιμηθοῦν τὴν ἄσκησίν του· ὅθεν ἔρχεται νύκτα τινὰ μὲ πολὺ πλῆθος δαιμόνων καὶ τόσον ἐρράβδισε τὸν Ἀντώνιον μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ μνῆμα, ὥστε τὸν ἄφησεν ἄφωνον καὶ ἡμιθανῆ. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔρχεται ὁ φίλος τοῦ Ἀντωνίου, ἀνοίγει τὴν θύραν τοῦ μνήματος καὶ βλέπων αὐτὸν νεκρόν, τὸν παίρνει εἰς τοὺς ὤμους, τὸν φέρει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς χώρας, τὸν ἁπλώνει ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, ἔρχονται οἱ συγγενεῖς του, τὸν παραστέκονται ὡς νεκρόν.