Ἀλλὰ τὸ διαφανέστατον κάτοπτρον τοῦ οὐρανοῦ, ὁ περιβόητός μας Ἀντώνιος, δεν εἰναι ὀλιγώτερον λαμπρός, δὲν εἶναι κατώτερος κατὰ τὴν φύσιν τοῦ παραδείγματος πρὸς τὸ παραδειγματιζόμενον, ἀλλὰ πλέον λαμπρότερος, πλέον ἐνδοξότερος, ὄχι διότι ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶναι ἔμψυχος καὶ ὁ οὐρανὸς ἄψυχος διότι εἶναι εἰκὼν Θεοῦ, ὁ δὲ οὐρανὸς οὐχί· (αὐτὰ κοινὰ πλεονεκτήματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως). ἀλλ’ ὅτι ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα εἴπομεν ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶναι τίμιον πρᾶγμα καὶ ἔνδοξον, ὁ οὐρανὸς τὰ ἔχει κατὰ συμβεβηκός, ὁ δὲ Ἅγιος Ἀντώνιος καθ’ αὑτὸ καὶ ἐκ προαιρέσεως. Ποῖα εἶναι ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα ἐδείξαμεν τὸν οὐρανὸν λαμπρὸν καὶ περιβόητον; τὰ ἐνθυμεῖσθε· ὅτι δηλαδὴ εἶναι θρόνος Θεοῦ, κατοικία τῶν μακαρίων καὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁποῖα εἴπομεν, ταῦτα ὅμως ἔχει κατὰ θείαν χάριν καὶ ὄχι κατὰ προαίρεσιν, ἐπειδὴ τὰ ἄψυχα δὲν ἔχουν προαίρεσιν. Ἀλλ’ ὁ πολυΰμνητός μας Μέγας Ἀντώνιος μὲ τὴν ἰδικήν του προαίρεσιν ἠξιώθη νὰ εἶναι ναὸς Θεοῦ, θρόνος ἔμψυχος τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ πρὸς τούτοις ἠξιώθη νὰ ἔχῃ μὲ τὴν ἰδικήν του ἀσύγκριτον ἀγάπην πρὸς τὸν Θεὸν τὰ στέφανα καὶ τὰς λαμπρότητας, ὄχι μόνον τῶν Ὁσίων, ὄχι μόνον τῶν Ἀσκητῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐλεημόνων καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν πάντων ἐκείνων τῶν Δικαίων τὰς ἀρετάς, μὲ τῶν ὁποίων τὴν κατοίκησιν φαίνεται ἔνδοξος καὶ λαμπρὸς οὐρανός.
Καὶ διὰ νὰ μὴ νομίσῃ τις, ὅτι λαλοῦμεν, χωρὶς ἀπόδειξιν, ἂς ἔλθωμεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα, καθὼς τὰ διηγεῖται μὲ πᾶσαν ἀλήθειαν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, θέλει βεβαιωθῆ καθ’ εἷς, ὅτι ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶναι ἀληθῶς ἓν κάτοπτρον τοῦ οὐρανοῦ, ἐπειδὴ εἰς ὅσα χαίρεται καὶ καυχᾶται ὁ οὐρανός, ὅλα τὰ ἐσώρευσε μέσα εἰς τὴν ψυχήν του ὁ μακάριος Ἀντώνιος. Ποῖον εἶναι τὸ πρῶτον ὅπερ στολίζει τὸν οὐρανόν; οἱ Μάρτυρες; ἄς ὑποθέσωμεν τοῦτο, καθὼς καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἰς τὴν Ἀποκάλυψίν του (Κεφ. ξ’) εἶδε τοὺς Μάρτυρας, οἵτινες ἵσταντο πρῶτοι ἔμπροσθεν εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, περιβεβλημένοι στολὰς λευκὰς καὶ φοίνικες ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν. Τοῦτο λέγω καὶ ἐγώ, ἐπειδὴ Μάρτυς ὁ Ἀντώνιος καὶ τῇ προαιρέσει καὶ τῇ πράξει.