Ἀμμωνίου Μοναχοῦ τοῦ Αἰγυπτίου λόγος περὶ τῶν ἀναιρεθέντων ἐν τῷ Σινᾷ Ὄρει καὶ ἐν τῇ Ραϊθῷ Ἁγίων Πατέρων.

Οὗτοι οἱ Ὅσιοι ἀναζητήσαντες εἰς ὅλην τὴν ἔρημον εὗρον ὀλίγους τινὰς τόπους, οἵτινες νὰ ἠμποροῦν νὰ δίδουν μικρὰν τροφὴν διὰ νὰ συντηρῶνται, ἐπειδὴ εἶχον ὕδωρ πρὸς αὐτάρκειαν, ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀπὸ ὅλα ἀναγκαιότερον. Ἄλλοι μὲν λοιπὸν ἔκαμαν καλύβας καὶ ἄλλοι ἐκρύπτοντο εἰς τὰ σπήλαια, ζῶντες οἱ περισσότεροι μὲ λάχανα ἄγρια, μὲ ρίζας χόρτων καὶ ἀκρόδρυα, οὕτως ὥστε νὰ μὴ σπαταλοῦν τὸν καιρὸν εἰς τὴν θεραπείαν τῆς σαρκός, ψήνοντες ψάρια ἢ μαγειρεύοντες ὄσπρια καὶ ἄλλα τοιαῦτα καὶ νὰ ἀμελῶσι τὴν μένουσαν βρῶσιν τῆς ψυχῆς, ἥτις εἶναι πλέον ἀναγκαία καὶ χρήσιμος ὅσοι δὲ εἷχον δύναμιν καὶ πρᾶξιν εἰς τὰ γεωργικά, εἶχον μικρὸν σκαλίδιον καὶ ἔσπερνον ὀλίγον σῖτον, καὶ ἐκαλλιεργοῦσαν καὶ λάχανα. Πλὴν ὅλοι ἐφύλαττον ἐγκράτειαν καὶ ποτὲ δὲν ἐχόρταινον, μόνον ἔτρωγον τόσον, ὥστε νὰ μὴ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πολλὴν νηστείαν καὶ ζημιωθῶσι τῆς ἀρετῆς τὸν μισθὸν καὶ ὠφέλειαν, καὶ ἄλλοι μὲν ἔτρωγον μόνον ἑκάστην Κυριακήν, ἄλλοι δύο φορὰς τὴν ἑβδομάδα, καὶ ἄλλοι κάθε δύο ἡμέρας μίαν φοράν, καὶ ἁπλῶς ἕκαστος ἐπορεύετο μὲ τὴν δύναμίν του. Ἐκεῖ ποσῶς νόμισμα Καίσαρος δὲν εὑρίσκετο, ὅτι οὐδεὶς ἀποκτοῦσεν ὁλοσχερῶς χρήματα οὔτε τι ἠγόραζον, οὔτε ἐπώλουν, ἀλλὰ ὁ εἷς πρὸς τὸν ἕτερον ἐχάριζεν εἴ τι ἐχρειάζετο μὲ ὁλόψυχον προθυμίαν καὶ ἀγάπην ἀνόθευτον.

Ὅστις ἐλείπετο ἄρτον ἢ λάχανον ἢ ἀκρόδρυα, τοῦ ἔδιδεν ὁ ἄλλος ὅστις εἶχε, δεικνύοντες οὕτω πλουσίαν ἀγάπην εἰς μικρὰ πράγματα, καὶ ἐζοῦσαν μίαν ζωὴν ὑπεράνθρωπον καὶ Ἀγγελικὴν κατὰ ἀλήθειαν. Φιλονεικία ἢ φθόνος ποσῶς ἐκεῖ δὲν εὑρίσκετο, νὰ βασκάνῃ ὁ μικρὸς τοῦ καλλιτέρου, οὔτε νὰ ἐπαίρεται ὁ ἐναρετώτερος, μάλιστα δὲ καὶ ἐταπεινώνετο περισσότερον, γνωρίζων ὅτι ὁ Θεὸς δίδει τὴν δύναμιν, χωρὶς τοῦ ὁποίου δὲν κατορθώνει τις οὐδόλως τὴν ἀρετήν· ὁ μικρότερος πάλιν ἐμέμφετο τὸν ἑαυτόν του, πῶς δὲν ἠδύνατο νὰ κάμῃ ὡς τὸν πρῶτον, καὶ ὅλοι ἐσπούδαζον νὰ περισσεύσῃ εἰς τὴν ἀρετὴν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὅτι διὰ τοῦτο ἠρνήθησαν τὸν κόσμον, καὶ ἐκατοικοῦσαν εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ ἠξεύρῃ μόνον ὁ Κύριος τὰ μεγάλα των κατορθώματα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἤλπιζον τὴν πληρωμὴν καὶ ἀνταμοιβήν, ὅτι ὁ ἀνθρωπάρεσκος, ὅστις ὀρέγεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔπαινον, ἐπῆρε ἀπ’ ἐδῶ τὸν μισθὸν τοῦ κόπου του καὶ δὲν τοῦ χρεωστεῖ ὁ Δεσπότης τίποτε.