Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ παραδράμωμεν καὶ τοῦτο· ὅτι μὲ ὅλον ὅτι ἐταλαιπώρει τὸ σῶμα του ὁ Ὅσιος μὲ τόσους κόπους, μὲ παντοτεινὰς ἀγρυπνίας, μὲ ἀναριθμήτους γονυκλισίας, μὲ ἔνδειαν φαγητῶν καὶ τόσας ἄλλας ἀσκήσεις, ψωμὶ μόνον κρίθινον ἔτρωγε καὶ ὕδωρ, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ μὲ πολλὴν ἐγκράτειαν, ἐνίοτε δὲ ἔτρωγε καὶ λάχανα ἢ τὰ παρατυχόντα ὄσπρια. Παρ’ ὅλον δὲ ὅτι ἐπάγωνεν ἀπὸ τὴν ψύχραν τοῦ χειμῶνος καὶ ἐκαίετο ἀπὸ τὸ καῦμα τοῦ θέρους καὶ κατετρώγετο ἀπὸ τὰς πολλὰς ψεῖρας, διὰ νὰ ἀφήσω ὅλας τὰς ἄλλας κακοπαθείας, τὰς ὁποίας ἐδοκίμαζεν, ἤτοι τὴν ὁλονύκτιον στάσιν, τὴν ἀκατάπαυστον προσευχήν, τὴν μοναξίαν, τὴν ἐρημίαν, ἡ ὁποία συνηθίζει νὰ τραχύνῃ τὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ σκληρύνῃ τὸ ἦθος τῆς ψυχῆς του, παρ’ ὅλα ταῦτα, λέγω, ἂν καὶ ἐστενοχώρει δι’ ὅλων τούτων τὸ σῶμα ὁ Ὅσιος καὶ ἐσκληρύνετο, ὅμως δὲν ἐφάνη ποτὲ σκληρὸς καὶ πικρὸς καὶ λυπηρὸς εἰς κανένα, ἀλλ’ ἦτο χαριέστατος εἰς τὸ πρόσωπον καὶ ἐφαίνετο ἱλαρὸς καὶ ἥμερος εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπήγαιναν πρὸς αὐτόν, φιλεύων αὐτοὺς διὰ σωματικῶν καὶ πνευματικῶν τροφῶν, ἕως ὅτου ἐχόρταιναν, χωρὶς νὰ ὀλιγοστεύῃ, τὸ φαγητὸν τὸ ὁποῖον εἶχε. Τοῦτο δὲ ἔπραττε καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν εἶχεν ἄλλο τίποτε, οὔτε ἤλπιζε νὰ λάβῃ, διότι ἐγνώριζεν ὅτι ὁ Θεός, ὅστις τρέφει τὰ κτήνη καὶ τὰ πετεινὰ καὶ τοὺς κόρακας, δὲν θέλει ἀφήσει ἀπρονοήτους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἀκαταπαύστως ἐπικαλοῦνται τὸ θεῖον του Ὄνομα.
Ἐπειδὴ δὲ ἐποθοῦσε πολὺ ὁ Ὅσιος νὰ λάβῃ τὸ μέγα καὶ Ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν, ἠξιώθη καὶ τούτου μὲ θείαν Πρόνοιαν καὶ ἔγινε μεγαλόσχημος, τοιουτοτρόπως: Δύο γέροντες Μοναχοὶ σεμνοπρεπεῖς καὶ ἐνάρετοι, θέλοντες νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ρώμην, ἐπέρασαν ἀπὸ τὸν Ὅσιον, ὡσὰν νὰ τοὺς ἐξαπέστειλε κανεὶς πρὸς αὐτόν. Ἀφ’ οὗ δὲ τοὺς ἐφιλοξένησε μὲ πολλὴν φιλοφροσύνην ὁ Ὅσιος, τοὺς ἐφανέρωσε τὸν πόθον τὸν ὁποῖον εἶχε νὰ γίνῃ μεγαλόσχημος καὶ τοὺς παρεκάλεσε περὶ τούτου θερμῶς. Οἱ Μοναχοὶ βλέποντες τὸν Ὅσιον, ὅτι ἦτο σκεῦος ἄξιον τοῦ τοιούτου σχήματος, δὲν ἀργοπόρησαν οὐδόλως, ἀλλὰ ἀναγνώσαντες τὰς συνήθεις ἱερολογίας, τὸν ἐνέδυσαν τὸ Ἀγγελικὸν σχῆμα καὶ τὰ σημεῖα τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ, τῆς φερούσης εἰς τὴν ζωήν, ἤτοι τὸν ἕκαμαν μεγαλόσχημον, ὅλοι δὲ ἐχάρησαν εἰς τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἕνας μόνον ἐλυπήθη πολὺ καὶ ἐφοβήθη, ὁ διάβολος. Διότι ἔβλεπε νέον στρατιώτην τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀληθινὸν πολεμιστήν, ὁ ὁποῖος ἐνεδύθη τὰ ἄρματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔπνεεν ἀνδρικὸν καὶ γενναῖον φρόνημα, ἑτοιμαζόμενος νὰ πολεμήσῃ τότε κατ’ αὐτοῦ πλέον θερμότερον ἀπὸ τὸ πρῶτον.