Ἐκεῖνα δὲ τὰ ὁποῖα ἔμαθεν, ὅταν εὑρίσκετο ἐκεῖ εἰς τὴν θύραν τοῦ Ὁσίου, ἦσαν τὰ ἑξῆς, καθὼς μόνος διηγεῖτο ταῦτα μετὰ τὴν τελείωσιν τοῦ Ὁσίου· «Ἔμαθον (ἔλεγεν) ἐκεῖ, ὅτι ὁ Ὅσιος ἔκαμνε γονυκλιτὰς μετανοίας καὶ ἐγγίζων τὸ πρόσωπόν του εἰς τὴν γῆν, ἔλεγεν εἰς κάθε μίαν μετάνοιαν τὸ «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»· ἔπειτα, ὅταν ἐθερμαίνετο περισσότερον, ἔβαλλε καὶ περισσοτέρας μετανοίας, ἕως ὅτου ἐξωδεύετο ὅλη ἡ δύναμις τοῦ σώματός του μὲ τὸ νὰ μὴ ἠδύνατο νὰ ἀκολουθῇ εἰς τὴν προθυμίαν τοῦ πνεύματος καὶ οὕτως ἔπιπτεν ὕπτιος (ἀνάσκελα) εἰς τὴν γῆν καὶ ἔμενεν ὥραν πολλὴν ἀκίνητος· ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ, χαμαὶ κειτόμενος, δὲν ἔστεκεν ἀργός, οὔτε ἀμελοῦσε ἢ ἐκοιμᾶτο, ἀλλὰ ἐσήκωνε τὰς χεῖράς του ὁμοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὸν νοῦν του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐβόα ἐκτενῶς τὸ «Κύριε, ἐλέησον»· ἀφ’ οὗ δὲ ἐξεκουράζετο ὀλίγον τὸ σῶμα του, ἐσηκώνετο πάλιν ὄρθιος καὶ προσηύχετο, ἕως ὅτου ἐξημέρωνεν». Αὐτὰ εἶναι ἀπόδειξις τῶν κρυφίων ἀγώνων τοῦ Ὁσίου καὶ τοῦ θερμοῦ ἔρωτος, τὸν ὁποῖον εἶχεν εἰς τὴν ἡσυχίαν.
Μίαν φορὰν ἐπῆγεν ὁ Ὅσιος εἰς φίλον τού τινα ἐνάρετον, ὁ ὁποῖος ἦτο Καθηγούμενος θεοφιλῶν Μοναχῶν, ἀφ’ οὗ δὲ ἐκάθησεν ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας, τοῦ ἦλθε πόθος τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς καλύβης του καὶ ἐζήτησεν εὐλογίαν νὰ ἀναχωρήσῃ. Ὁ Ἠγούμενος ὅμως δὲν τὸν ἄφηνε, διότι καὶ ἐκεῖνος ἐπόθει τὸν Ὅσιον καὶ δὲν ὑπέφερε τὸν χωρισμόν του, ὅτι οἱ πόθοι τῶν κατὰ Θεὸν φίλων εἶναι ἰσχυροὶ καὶ δυνατώτεροι ἀπὸ τοὺς πόθους τῆς φύσεως. Καὶ ὁ μὲν Ὅσιος δὲν ἐδέχετο νὰ παραμείνῃ, ἀλλὰ ἤθελε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν καλύβην του, ὁ δὲ Ἡγούμενος, εὑρίσκων ἀφορμήν, ὅτι ἦτο τότε πλησίον μεγάλη τις ἑορτὴ καὶ ἀναγκαζόμενος ἀπὸ τὸν πόθον, τὸν ὁποῖον εἶχεν εἰς τὸν Ὅσιον, τοῦ λέγει· «Ἕως πότε θὰ ἐναντιώνεσαι καὶ θὰ προτιμᾷς περισσότερον τὴν ἐρημίαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν σύναξιν καὶ μάλιστα τώρα ὅπου πλησιάζει ἑορτὴ πάνδημος, τῆς ὁποίας, ἐὰν δὲν ἀκούσῃς τὰ ἱερὰ λόγια καὶ ᾄσματα, θέλεις προξενήσει εἰς τὸν ἑαυτόν σου μεγαλωτάτην ζημίαν;». Εἰς τοὺς λόγους τούτους ὁ θεοφόρος Λουκᾶς μὲ τὴν συνηθισμένην του ἁπλότητα ἀπεκρίθη αὐτολεξεὶ ταῦτα· «Διδάσκαλε, ποιμὴν εὐλογημένε, καλῶς προστάζεις· ὅμως οἱ Κανόνες καὶ αἱ ἀναγνώσεις καὶ ὅλη ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκολουθία πρὸς ποῖον καλὸν φέρουσι τὸν ἄνθρωπον καὶ ποῖος εἶναι ὁ σκοπὸς τούτων;». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἡγούμενος ἠπόρησε καὶ δὲν εἶχε τί νὰ ἀπολογηθῇ. Ὁ δὲ Ὅσιος, λύων τὴν ἀπορίαν του, εἶπε πάλιν μὲ τὴν ὁμοίαν του ἁπλότητα· «Διδάσκαλε ἀγαθέ, ποιμὴν εὐλογημένε, αἱ ψαλμῳδίαι καὶ ἀναγνώσεις καὶ κάθε ἄλλη Ἀκολουθία ὁδηγοῦν καὶ φέρουν τοὺς ἐναρέτους εἰς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ,