Ἐπειδὴ δὲ ἐγνωρίσθη ἀπὸ μερικούς, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐγνώριζον καλῶς καὶ ἐμαρτυρήθη τὶς ἦτο, ἐλυτρώθη ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ ἐπέστρεψεν ὀπίσω εἰς τοὺς συγγενεῖς του. Ἔλαβεν ὅμως ἀπὸ ἐκείνους πολλοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ κατηγορίας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πολὺ βαρύτεροι ἀπὸ τοὺς ραβδισμοὺς τῶν στρατιωτῶν. Γνωρίζων ὅμως ὅτι ὁ διάβολος ἦτο ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἠμπόδιζε τὰ πρὸς Θεὸν διαβήματά του, δὲν ἔπαυεν ἀπὸ τὸ νὰ παρακαλῇ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ τελειώσῃ τὸν πόθον τῆς ψυχῆς του, καθὼς καὶ τὸν ἐτελείωσε μὲ τοῦτον τὸν τρόπον.
Δύο Μοναχοί, ἐρχόμενοι ἀπὸ τὴν Ρώμην, κατέλυσαν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς μητρός του καὶ ἐφιλοξενήθησαν ἀπὸ αὐτήν. Βλέπων αὐτοὺς ὁ Ὅσιος ἤναψεν ὅλος ἀπὸ θεῖον ἔρωτα καὶ ἐπόθει πάλιν τὴν μοναδικὴν πολιτείαν· ὅθεν συνομιλήσας μὲ αὐτούς, τοὺς παρεκάλει νὰ τὸν πάρουν μαζί των, διὰ νὰ λάβῃ τὸ Ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἐδέχοντο, διότι ἦτο νέος καὶ ἄπειρος καὶ ἐὰν ἐφανερώνετο τὸ πρᾶγμα εἰς τοὺς γονεῖς του, θὰ ἐπαιδεύοντο αὐτοί. Ἀφ’ οὗ ὅμως ὁ Ὅσιος τοὺς ἐπληροφόρησεν, ὅτι εἶναι ξένος καὶ δὲν ἔχει νὰ τὸν ζητήσῃ κανείς, ὄντως κατεπείσθησαν καὶ τὸν ἐπῆραν μαζί των. Ἐξελθόντες λοιπὸν κρυφίως ἀπὸ τὸ χωρίον του, ἦλθον εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ παρέμειναν εἰς ἓν ἀπὸ τὰ Μοναστήρια τῶν Ἀθηνῶν. Ἀφ’ οὗ δὲ εἰσῆλθον εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ προσηυχήθησαν, τὸν μὲν Λουκᾶν παρέδωσαν εἰς τὸν Ἡγούμενον τῆς Μονῆς διὰ νὰ τὸν κάμῃ Μοναχὸν μετ’ ὀλίγον καιρὸν καὶ νὰ τὸν συναριθμήσῃ μὲ τὴν λοιπὴν ἀδελφότητα, αὐτοὶ δὲ ἐκίνησαν διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ δὲ Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου τούτου, ἀφοῦ ἠρώτησε πολλάκις τὸν Λουκᾶν, διὰ νὰ τοῦ φανερώσῃ πόθεν εἶναι καὶ ποῖοι εἶναι οἱ γονεῖς του καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ τὸν καταπείσῃ εἰς τοῦτο, τὸν ἐνέδυσε τὸ μικρὸν καλούμενον σχῆμα τῶν Μοναχῶν.
Ἡ μήτηρ ὅμως τοῦ Ὁσίου, μὴ ὑποφέρουσα τὴν στέρησιν τοῦ φιλτάτου υἱοῦ της, ἐλυπεῖτο καὶ ἔκλαιε πικρῶς καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν λύπην της παρεπονεῖτο καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν Δεσπότην τῶν ἁπάντων Θεὸν καὶ ἔλεγε· «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, Κύριε, ὁ Μάρτυς τῆς ἰδικῆς μου χηρείας καὶ ἐρημίας· σὺ πρότερον ἐθανάτωσες τὸν ἄνδρα, τὸν ὁποῖον μοῦ ἔδωκες καὶ μὲ κατέστησες χήραν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον διὰ γυναῖκα εἶναι βαρύτερον καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου· τώρα πάλιν ἐπῆρες ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς μου ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον εἶχον παρηγορίαν τοῦ τοσούτου κακοῦ καὶ δὲν βλέπω πλέον τὸ ἀληθινὸν φῶς ταύτης τῆς ἀθλίας μου ζωῆς. Ἀλλὰ ποῖον εἶναι τὸ αἴτιον, διὰ τὸ ὁποῖον ἐμάκρυνες ἀπὸ ἐμὲ τὸν φίλτατόν μου υἱόν; Μήπως τὸν ἠμπόδιζον ἀπὸ τοῦ νὰ σχολάζῃ καὶ νὰ καταγίνεται εἰς τὴν μετὰ Σοῦ συνομιλίαν καὶ προσευχήν;