Παρ’ ὅλον δὲ ὅτι εἶχεν ὁ Ὅσιος τοιαύτην ἀκριβῆ πολιτείαν, ἐνῷ ἦτο ἀκόμη παιδίον, δὲν ἀμελοῦσεν ὅμως καὶ τὸ πρέπον σέβας εἰς τοὺς γονεῖς του, ἀλλ’ ὑπετάσσετο εἰς αὐτοὺς καὶ ἔβοσκε τὰ ζῷα των, κατὰ μίμησιν τοῦ Ἄβελ, τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Μωϋσέως. Εἶχε δὲ ὁ μακάριος τόσην εὐσπλαγχνίαν καὶ συμπάθειαν εἰς τοὺς πτωχούς, ὥστε ὅσους ἐπαίνους καὶ ἂν εἴπῃ κανείς, δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸν ἐπαινέσῃ καθὼς πρέπει· διότι αὐτός, ὡσὰν νὰ ἦτο ὅλως διόλου δοσμένος εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ πλησίον, δὲν εἶχε καμμίαν φροντίδα διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ὅταν τὸν ἔστελλαν οἱ γονεῖς του εἰς τὰς συνηθισμένας ὑπηρεσίας καὶ εὕρισκεν εἰς τοὺς δρόμους πτωχούς, τοὺς ἔδιδε τὴν ἀναγκαίαν τροφήν, τὴν ὁποίαν εἶχε μαζί του, αὐτὸς δὲ διήρχετο νῆστις, ἔχων διὰ ἰδικήν του τροφὴν τὸ νὰ τρέφῃ τοὺς πεινασμένους ἀδελφούς του· ὁμοίως ἔκαμνε καὶ εἰς τὰ ἐνδύματα· ἐὰν εὕρισκεν εἰς τὸν δρόμον γυμνούς, ἐξεδύετο τὰ ἐνδύματά του καὶ τὰ ἔδιδεν· ὅθεν ἐπιστρέφων πολλάκις εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός του γυμνός, δὲν τὸν ἔμελλε παντελῶς οὔτε διὰ τὸ ψῦχος, τὸ ὁποῖον ἐδοκίμαζεν, οὔτε διὰ τὴν ἐντροπήν, οὔτε διὰ τὰς κατηγορίας καὶ ὀνειδισμούς, τὰς ὁποίας τοῦ ἔκαμνον οἱ συγγενεῖς του διὰ τοῦτο ἐνίοτε τὸν ἐξύλιζον οἱ γονεῖς του, ἀλλ’ ἐκεῖνος ὁ τρισμακάριος οὐδὲ εἰς τὸν νοῦν του τὸ ἔβαζε, καὶ ὅταν ἐξυλίζετο διὰ τοὺς πτωχούς, ἐνόμιζεν ὅτι ἐλάμβανε τιμὰς καὶ στεφάνους καὶ χαρίσματα.
Πολλάκις τὸν ἄφηναν γυμνὸν ἐπὶ πολὺν καιρὸν καὶ δὲν τοῦ ἔκαμναν φορέματα, διὰ νὰ ἀφήσῃ τὴν μακαρίαν καλωσύνην καὶ φιλανθρωπίαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς τοὺς πτωχούς· ὁ δὲ εὐλογημένος Λουκᾶς τὰς τιμωρίας αὐτὰς τὰς ἐνόμιζεν ἀνταμοιβὰς οὐρανίων ἀγαθῶν· διότι ὅταν ἡ ψυχὴ πιασθῇ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θείου ἔρωτος, δὲν νομίζει τίποτε τὸ νὰ πάσχῃ διὰ τὸν ἀγαπητόν της Θεόν, ἀλλὰ χαίρεται εἰς τὰ λυπηρὰ καὶ ἀνανεώνει εἰς τὴν κακοπάθειαν· καὶ ὅταν δὲν πάσχῃ διὰ τὸν ἀγαπητόν της κανένα λυπηρόν, τότε αἰσθάνεται, ὅτι περισσότερον πάσχει καὶ φεύγει τὴν ἀνάπαυσιν καὶ τὴν καλοπάθειαν, ὡσὰν καμμίαν κόλασιν· σημεῖον δὲ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Ὁσίου φανερὸν εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς· ὅταν ἐπήγαινεν εἰς τοὺς ἀγροὺς τοῦ πατρός του διὰ νὰ σπείρῃ, ἔσπειρε τὸν μισὸν σπόρον, τὸν δὲ περισσότερον τὸν ἐμοίραζεν εἰς τοὺς πτωχούς. Ἀκολουθοῦσεν ὅμως ἡ ἀνταμοιβὴ παρὰ Θεοῦ τῆς ἐλεημοσύνης ταύτης χαριεστάτη· διότι ὅσον ὀλιγώτερος σπόρος ἐσπείρετο εἰς τὴν γῆν, τόσον περισσότερον ἐκαρποφοροῦσεν, διὰ τὴν ἐλεημοσύνην ἡ ὁποία ἐδίδετο εἰς τοὺς πτωχούς.