Μήπως τὸν ἠνάγκαζον νὰ ἀμελῇ τὴν ἰδικήν σου θεραπείαν, διὰ νὰ ἐπιμελῆται τὴν ἰδικήν μου ὑπηρεσίαν; Μήπως τὸν ἐδίδασκον νὰ προτιμᾷ τὰ ὑλικὰ καλλίτερα ἀπὸ τὰ ἄϋλα καὶ τὰ πρόσκαιρα ἀπὸ τὰ αἰώνια; καὶ πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ τὸ κάμω ἐγώ, ὅπου ἐδιδάχθην καλῶς ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου νὰ μὴ εἶμαι μόνον μήτηρ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς τῶν τέκνων μου; Πῶς νὰ ἔκαμνα τοῦτο ἐγώ, ὅπου προσηυχόμην νὰ ἀγαπᾷ ὁ υἱός μου τὴν ψυχήν του περισσότερον ἀπὸ τὸ σῶμα του; τοῦτο μόνον ἐποθοῦσα; νὰ βλέπω τὸν φίλτατόν μου υἱὸν πάντοτε, εἰ δὲ μή, κἂν νὰ τὸν βλέπω εἰς κάθε τόσον χρονικὸν διάστημα, μίαν φοράν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο μόνον ἀρκετὸν ἦτο εἰς ἐμέ, ἄν ἴσως καὶ ἤκουον ἀπὸ πλησίον τὰ καλά του ἔργα, διὰ νὰ εὐφραίνεται ἡ ψυχή μου καὶ νὰ παρακινοῦμαι καὶ ἐγὼ εἰς τὴν ἐπιμέλειάν της. Μὴ λοιπόν, Βασιλεῦ τῶν ἁπάντων, μὴ παραβλέψῃς τὰ δάκρυά μου, ἀλλὰ βάλε αὐτὰ ἔμπροσθέν σου, ὡς λέγει ὁ θεῖος Δαυΐδ, καὶ διάλυσε τὸ σκότος τῆς λύπης μου, τὸ ὁποῖον θέλεις διαλύσει, ἐὰν ἀποδώσῃς πάλιν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν υἱόν μου· καὶ ἐξ ἅπαντος θέλω συγκαλέσει ὅλους εἰς τὴν ἀνεύρεσιν τοῦ υἱοῦ μου καὶ θέλω δοξολογήσει τὴν μεγαλωσύνην σου καὶ θέλω σὲ αἰνέσει ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».
Τοιουτοτρόπως προσευχομένη ἡ μήτηρ τοῦ Ὁσίου κλίνει τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν εἰς ἔλεος καὶ συμπάθειαν. Καὶ τὶ γίνεται; Ὁ Θεός, ὅστις τὰ πάντα ποιεῖ μὲ μόνον τὸ νεῦμα του, ἔκαμε καὶ τοῦτο· ἐφάνη δηλαδὴ ἡ μήτηρ τοῦ Λουκᾶ εἰς τὸν ὕπνον τοῦ Ἡγουμένου, ὅστις εἶχε τὸν υἱόν της καὶ τὸν κατηγοροῦσε πολύ, λέγουσα· «Διατί, Πάτερ ἐτυράννησες ἐμὲ τὴν χήραν τόσον πολύ; Διατί προσέθεσες πληγὴν ἐπάνω εἰς τὴν πληγήν μου; Διατί, ἄσπλαγχνε, ἐστέρησας ἀπὸ ἐμὲ τὴν μόνην παρηγορίαν τῆς χηρείας μου; Διατί ἥρπασας τὸν ἰδικόν μου υἱὸν καὶ γηροκόμον μου; Δός μού τον ὀπίσω γρήγορα· δός μου ὀπίσω τὸ φῶς μου καὶ τὴν μόνην ἐλπίδοι μου, εἰ δὲ μή, δὲν θέλω παύσει ἀπὸ τοῦ νὰ προστρέχω εἰς τὸν Θεόν, τῶν πάντων Βασιλέα καὶ νὰ σὲ ἐγκαλῶ, διότι εἶμαι πολὺ ἠδικημένη ἀπὸ μέρους σου». Τὰ τοιαῦτα ὄνειρα κατετάραξαν τὸν Ἡγούμενον· ὅμως κατ’ ἀρχὰς ἐνόμισε ὅτι ταῦτα ἦσαν φαντασία καὶ πείραξις τοῦ ἐχθροῦ· ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶδε τὰ ἴδια δὶς καὶ τρὶς καὶ ἔβλεπε τὴν γυναῖκα νὰ τὸν ὀνειδίζῃ καὶ νὰ μάχεται κατ’ αὐτοῦ σκληρά, ἐσκέφθη ὅτι ταῦτα προήρχοντο ἐκ θείας θελήσεως καὶ ἑπομένως δὲν ἔπρεπε νὰ τὰ παραβλέψῃ.