ΛΟΥΚΑΣ ὁ θεῖος Πατὴρ ἡμῶν ἦτο βλαστός, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, στολισμὸς τῆς Ἑλλάδος· οἱ γονεῖς τοῦ Ὁσίου κατήγοντο ἀπὸ τὴν νῆσον Αἴγιναν, μὴ ὑποφέροντες δὲ οὗτοι τὰς συχνὰς ἐπιδρομὰς τῶν Ἀγαρηνῶν, ἄφησαν τὴν πατρίδα των καὶ μετῴκησαν εἰς τὰ μέρη τῆς Φωκίδος, εἰς τὸ παρὰ τὸν Σάλωνα [1] χωρίον Καστόριον· εἰς τὸ χωρίον τοῦτο ἐγεννήθη ὁ μακάριος Λουκᾶς ἐν ἔτει ωϟϛ’ (896) ἀπὸ Χριστοῦ, καὶ ὁ μὲν πατήρ του ὠνομάζετο Στέφανος, ἡ δὲ μήτηρ του Εὐφροσύνη.
Εὑρισκόμενος ὁ Ὅσιος εἰς τὴν παιδικήν του ἡλικίαν, δὲν ἦτο ὡσὰν τὰ ἄλλα παιδία, τὰ ὁποῖα ἀγαποῦν νὰ παίζουν καὶ νὰ γελοῦν καὶ νὰ τρέχουν ἄτακτα, ἀλλ’ ἦτο ἥσυχος, εὔτακτος καὶ εἰς ὅλας του τὰς ἐκδηλώσεις εἶχε φρόνημα στερεὸν καὶ γεροντικόν. Ὅθεν, κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα, τόσον πολὺ ἠγάπησε τὴν ἐγκράτειαν, ὥστε ἀπὸ μικρὸν παιδίον ἀκόμη ἐγκατέλειψε τὰ λιπαρὰ καὶ δὲν ἔτρωγεν οὔτε κρέας, οὔτε τυρόν, οὔτε αὐγά, οὔτε κάθε ἄλλο ἡδονικὸν καὶ παχὺ φαγητόν, οὔτε κανένα ὀπωρικόν, ἀλλὰ ἐζοῦσε μὲ κρίθινον μόνον ἄρτον καὶ ὕδωρ καὶ μὲ χόρτα καὶ ὄσπρια, τὴν δὲ Τετάρτην καὶ Παρασκευὴν ἔμενε νηστικὸς ἕως τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου. Τὸ θαυμαστότερον δὲ εἶναι ὅτι οὔτε ἐδιδάχθη ἀπὸ ἄλλον τινὰ νὰ νηστεύῃ ταῦτα καὶ νὰ ζῇ τοιαύτην ἀσκητικὴν ζωήν, ἀλλὰ ἀφ’ ἑαυτοῦ του κινούμενος ἀπεστρέφετο κάθε φαγητόν, τὸ ὁποῖον γλυκαίνει τὸν λάρυγγα καὶ ἀγαποῦσε τὴν πεῖναν, τοὺς κόπους καὶ ὅ,τι ἄλλο πρᾶγμα εἶναι πικρὸν εἰς τὴν σάρκα. Κάποτε μάλιστα, ὅταν ὁ θεῖος Λουκᾶς ἔτρωγε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του, νομίζοντες ἐκεῖνοι ὅτι ἀπέχει ἀπὸ τὰ φαγητὰ ὄχι κατὰ Θεὸν καὶ ἀπὸ ὀρθὸν λογισμόν, ἀλλὰ ἀπὸ κουφότητα καὶ παιδικὴν ἀγνωσίαν, τὸν ἐδοκίμασαν μὲ τὸν ἑξῆς τρόπον· ἐμαγείρευσαν εἰς ἕνα δοχεῖον κρέας μαζὶ μὲ ὀψάριον καὶ τὰ ἔβαλαν εἰς τὴν τράπεζαν, ὁ δὲ Λουκᾶς μὴ ἠξεύρων τὸ γενόμενον, ἐπειδὴ ὁ πατήρ του τοῦ ἔδωκε τὸ ὀψάριον, τὸ ἐπῆρε καὶ τρώγων αὐτὸ ᾐσθάνθη τὴν ποιότητα τοῦ κρέατος καὶ τὸ τέχνασμα τὸ ὁποῖον τοῦ ἔκαμαν οἱ γονεῖς του καὶ λυπούμενος εἰς τοῦτο πολὺ, ἐξήμεσεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔφαγε καὶ εἰς ἀπόδειξιν τῆς μακροθυμίας του ἔμεινε νηστικὸς τρεῖς ἡμέρας, κλαίων ὡσὰν νὰ εἶχε κάμει θεληματικῶς κανένα ἄτοπον. Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ γονεῖς του ἠννόησαν τὸν σκοπόν του, ὅτι δὲν ἦτο ἀνθρώπινος, ἀλλὰ θεϊκός, τὸν ἄφησαν νὰ πορεύηται καθὼς θέλει.