Μὲ τοιοῦτον τρόπον ἀποδοθεὶς ὁ μακάριος Λουκᾶς εἰς τὴν μητέρα του, τὴν ὑπηρέτη καὶ τῆς προσέφερε τὴν τιμὴν καὶ τὴν ὑπακοὴν οἵας χρεωστεῖ ὁ υἱὸς πρὸς τὴν μητέρα. Ἀλλ’ ἔπειτα ἀπὸ τέσσαρας μῆνας ἐκυρίευσε πάλιν τὸν εὐλογημένον Λουκᾶν ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἡσυχίας καὶ τὸν ἔκαμε νὰ λησμονήσῃ ὅλα τὰ ἄλλα καὶ νὰ οἰκειοποιηθῇ μὲ μόνον καὶ μόνον τὸν Θεόν. Τότε ὅμως οὐδὲ ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἠναντιώθη εἰς τοῦτο, οὐδὲ τὸ ἐνόμισε καταφρόνησιν, διότι ἤξευρεν, ὅτι κάθε υἱὸς πρέπει νὰ προτιμᾷ τοὺς γονεῖς του ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, τὸν Θεὸν ὅμως πρέπει νὰ προτιμᾷ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς γονεῖς του. Παίρνων λοιπὸν ὁ θεῖος Λουκᾶς τὴν εὐχὴν τῆς μητρός του καὶ ἔχων αὐτὴν ὁδηγὸν εἰς τὸν δρόμον του, ἐπῆγεν εἰς ἕνα βουνόν, τὸ ὁποῖον καλεῖται Ἰωάννιτρα καὶ περιπατῶν τὸ μέρος τοῦ βουνοῦ, τὸ ὁποῖον κλίνει πρὸς τὴν θάλασσαν, εὗρε Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ καὶ ἐκεῖ ἔπηξε τὴν ἀσκητικήν αὐτοῦ καλύβην· πόσους δὲ ἀγῶνας καὶ πολέμους ἔκαμεν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, μαχόμενος μὲ τὴν κοιλίαν, μὲ τὸν ὕπνον καὶ μὲ τοὺς ἀπανθρώπους δαίμονας, οἱ ὁποῖοι διὰ μέσου αὐτῶν μᾶς πολεμοῦν, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς περιγράψῃ κανείς, ἀλλὰ καὶ μετὰ δυσκολίας νὰ τοὺς πιστεύσῃ, ἐὰν ἄλλος τοὺς διηγῆται, διὰ τὴν ὑπερβολὴν τοῦ πράγματος. Ἐὰν ὅμως πρέπει νὰ δείξῃ τις τὸν Ὅσιον ἀπὸ ὀλίγα σημεῖα, ὡς τὸν λέοντα ἀπὸ τοὺς ὄνυχας καὶ τὴν πηγὴν ὅλην ἀπὸ τὴν ὀλίγην γεῦσιν τοῦ ὕδατός της, δὲν εἶναι ἄτοπον, πλησίον εἰς τὴν διήγησιν τῶν ἀρετῶν του, νὰ προσθέσωμεν καὶ τὰ ἑξῆς:
Μαθητής τις τοῦ Ὁσίου εἶχεν ἀπιστίαν καὶ ὑποψίαν, ὅτι ὁ Ὅσιος ὑποκρίνεται, ὅτι καταγίνεται εἰς τὴν προσευχὴν καὶ την ἀγρυπνίαν καὶ ἐξοδεύει τὸν περισσότερον καιρὸν τῆς νυκτὸς εἰς τὸν ὕπνον· ταύτην δὲ τὴν ὑποψίαν ἔλαβεν ὁ μαθητής, διότι ὁ Ὅσιος δὲν κατεγίνετο τὴν νύκτα εἰς τὴν μάθησιν τῶν γραμμάτων, οὔτε ἠδύνατο νὰ διαβάζῃ τὰ βιβλία τῶν θείων Γραφῶν, καὶ ἦτο πολὺ ἀμαθής. Ταῦτα, λέγω, ὑποπτευόμενος ἐκεῖνος διὰ τὸν Ὅσιον καὶ θέλων νὰ δοκιμάσῃ τὸ πρᾶγμα, ὅταν ἐνύκτωσε καὶ ἡ θύρα τῆς καλύβης τοῦ Ἁγίου ἐκλείσθη, ἐπῆγε κοντὰ εἰς τὴν θύραν, προσέπεσεν ἔμπροσθεν αὐτῆς, ἀκούμβησε τὴν κεφαλήν του εἰς τὴν χαραμάδα τῆς θύρας καὶ ἐπρόσεχε νὰ ἴδῃ καὶ νὰ ἀκούσῃ τὶ λέγει ὁ Ὅσιος. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἐστάθη ἐκεῖ ἕως τὸν ὄρθρον, ὕστερον ἐπέστρεψεν εἰς τὸ κελλίον του γεμᾶτος ἀπὸ θαυμασμὸν καὶ ἐλευθερωμένος ἀπὸ τοὺς προτέρους λογισμοὺς τῆς ἀπιστίας, οἵτινες τὸν ἐπείραζον.