Ὅταν λοιπὸν ἐξημέρωσε, καλεῖ τὸν νέον ὁ Ἡγούμενος καὶ μὲ βαρὺ σχῆμα καὶ λόγον τοῦ λέγει· «Διατὶ δὲν ἠθέλησες νὰ μοῦ φανερώσῃς τὰ κατὰ σέ, μὲ ὅλον ὅτι ἐγὼ πρότερον σὲ ἠρώτησα; Εἰπέ μου, διατὶ ἠρνήθης ὅτι ἔχεις γονεῖς καὶ συγγενεῖς; Καὶ πῶς ἐτόλμησες νὰ λάβῃς τοῦτο τὸ Ἅγιον σχῆμα τῶν Μοναχῶν, ἐνῷ εἶσαι γεμᾶτος ἀπὸ δολιότητα καὶ ὑποκρισίαν, καθὼς μαρτυροῦν αὐτὰ τὰ πράγματα; Διότι, ἐὰν σὺ ἐφανέρωνες ἀπ’ ἀρχῆς τὰ κατὰ σέ, οὐδόλως ἀληθῶς ἤθελαν φανερωθῆ τώρα ταῦτα καὶ, χωρὶς σὺ νὰ θέλῃς· φύγε λοιπὸν ἀπὸ ἡμᾶς καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ περίχωρα τῶν Ἀθηνῶν καὶ ὕπαγε ὀπίσω εἰς τὴν μητέρα σου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔχω τώρα τρεῖς νύκτας, ὅπου δοκιμάζω πολλὴν ἐνόχλησιν». Ταῦτα ἔλεγεν ὁ Ἡγούμενος, ὁ δὲ μακάριος Λουκᾶς ἵστατο ἔμφοβος καὶ κάτω νεύων τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ διὰ τοῦ στόματος μὲν δὲν ἔλεγε τίποτε, μὲ τὰ δάκρυα ὅμως καὶ μὲ τὰ σχήματα ἐδείκνυεν ὅτι λυπεῖται, διότι τὸν ἀποχωρίζει ἀπὸ τὸ Μοναστήριον καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς. Ὁ δὲ Ἡγούμενος, ταῦτα βλέπων, κατεπράϋνε τὸν θυμόν, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν πολλὴν ταπεινοφροσύνην τοῦ θείου Λουκᾶ, καὶ τοῦ εἶπε· «Κατὰ τὸ παρὸν εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ ἐπιστρέψῃς ὀπίσω εἰς τὴν μητέρα σου· ἀλλὰ ἀφ’ οὗ κάμῃς τοῦτο, δὲν εἶναι κανεὶς ὅστις νὰ σὲ ἐμποδίσῃ ἀπὸ τοῦ νὰ φροντίσῃς διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου, εἰς ὅποιον τόπον ἥσυχον θέλεις· διότι, ὡς φαίνεται, ἡ προσευχὴ τῆς μητρός σου εἶναι πολὺ θεοπειθὴς καὶ νικᾷ τὴν ἰδικήν σου προσευχήν». Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ θεῖος Λουκᾶς, δὲν ἀντεῖπε τελείως, ἐπειδὴ ἦτο πολὺ συνεσταλμένος καὶ ἐσέβετο πάντας ἀπὸ εὐλάβειαν. Ἔβαλε λοιπὸν μετάνοιαν καὶ ζητήσας τὴν εὐχὴν τοῦ Ἡγουμένου ἐξῆλθε, χωρὶς νὰ θέλῃ ἀπὸ τὸ Μοναστήριον καὶ ἐκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν μητέρα του.
Ὅταν εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν των, εὗρε τὴν μητέρα του ἐπάνω εἰς στάκτην καθημένην, ἦτο δὲ στυγνὴ καὶ πολὺ λυπημένη. Καθὼς δὲ τὸν εἶδεν ἐκείνη, ἐνεπλήσθη θαυμασμοῦ καὶ χαρᾶς καὶ ἐσηκώθη ἐπάνω· πλὴν ὅμως προσέξατε ἐδῶ γυναικὸς ἀρετήν, διὰ νὰ εἴπητε, ὅτι ἁρμόδιον ἦτο εἰς τοιοῦτον δένδρον καὶ μητέρα νὰ κάμῃ τοιοῦτον καρπὸν καὶ υἱόν. Αὕτη ἡ εὐλογημένη, καθὼς εἶδεν ἔξαφνα τὸν υἱόν της, δὲν ἔτρεξεν εὐθὺς νὰ τὸν ἐναγκαλισθῇ, ὡς τέκνον της, οὐδὲ ἐδόθη ὅλη εἰς τὴν θεωρίαν του, ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ δεύτερα λογιζομένη, πρῶτον ἔστρεψε τοὺς ὀφθαλμούς της πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὑψώσασα τὰς χεῖρας της ὡμολόγη τὴν χάριν ταύτην εἰς Αὐτόν, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου εὗρε πάλιν τὸν υἱὸν τὸν ὁποῖον εἶχε χάσει καὶ ἔλαβεν εἰς χεῖρας της τὸν ποθούμενον, λέγουσα· «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἀπέστησε τὴν προσευχήν μου καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀπ’ ἐμοῦ».