καθὼς σὺ διδάσκεις λοιπόν, ὅποιος σπουδάζει νὰ ἔχῃ εἰς τὴν καρδίαν του τὸν φόβον αὐτὸν τοῦ Θεοῦ, ἆρα γε ἔχει ἀνάγκην τινὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅπου λέγεις;». Ὡς ἤκουσε ταῦτα ὁ προεστὼς ἐθαύμασε μεγάλως, καὶ πλέον δὲν ἠθέλησε νὰ τὸν κρατήσῃ, ἀλλὰ τὸν ἄφησε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην του.
Ὁ Ὅσιος ἐφιλοπόνησε μικρὸν περιβόλιον διὰ νὰ κοπιάζῃ τὸ σῶμα του καὶ διὰ νὰ δίδῃ τὰ χρειώδη εἰς τοὺς ἀδελφούς. Τοῦτο εἶχε φυτευμένον μὲ κάθε δένδρον καὶ εἶδος λαχάνων καὶ καθημερινῶς τὰ ἐμοίραζεν εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπήγαιναν εἰς αὐτόν· ἐνίοτε δέ, παίρνων ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ περιβολίου του ὁ ἴδιος, ἢ φορτώνων αὐτοὺς εἰς ζῷον, τοὺς ἐπήγαινεν εἰς τὰ πλησιόχωρα μέρη, τοὺς ἐξεφόρτωνε κρυφίως καὶ τοὺς ἄφηνεν εἰς τὸ μέσον τῆς πολιτείας, ἔπειτα δὲ ἐπέστρεφεν εἰς τὴν καλύβην του καὶ τοιουτοτρόπως ἐχάριζεν εἰς τοὺς ἄλλους, πλουσιοπάροχα, τοὺς ἰδικούς του κόπους. Εἰς τὸ περιβόλιον τοῦτο τοῦ Ὁσίου ἐρχόμεναι ἔλαφοι ἀπὸ τὸ βουνόν, τὸ ἔφθειρον καὶ τὸ καταπατοῦσαν, ὁ δὲ Ὅσιος τὰς ἐδίωκε πότε μὲ πέτρας καὶ πότε μὲ φωνάς, αὐταὶ ὅμως πάλιν ἐπήγαιναν καὶ κατέφθειραν τὰ φυτὰ τοῦ περιβολίου του.
Μίαν φοράν, βλέπων ὁ Ὅσιος μίαν ἔλαφον μεγαλυτέραν ἀπὸ τὰς ἄλλας, τῆς ὡμίλησεν ἥσυχα, ὡσὰν νὰ ὡμιλοῦσε μὲ λογικὸν ἄνθρωπον καὶ λέγει πρὸς αὐτήν· «Διατὶ σεῖς μὲ ἀδικεῖτε καὶ καταστρέφετε τοὺς κόπους μου, ἐνῷ ἐγὼ δὲν σᾶς ἀδικῶ εἰς τίποτε; Ἐγὼ καὶ σεῖς εἴμεθα δοῦλοι ἑνὸς αὐθέντου καὶ ποιήματα ἑνὸς Θεοῦ, ἀφήνω δὲ τὸ ὅτι ἐγὼ μὲ τὸ νὰ ἔγινα κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἔχω τὴν ἐξουσίαν εἰς ὅλα τὰ ποιήματα αὐτοῦ· λοιπόν, ἰδοὺ ὅπου σὲ προστάζει ὁ Θεὸς νὰ μὴ μετασαλεύσῃς ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπου στέκεσαι, ἀλλὰ ἐκεῖ νὰ λάβῃς τὴν πρέπουσαν καταδίκην». Παρευθὺς τότε ἔπεσε κατὰ γῆς ἡ ἔλαφος καὶ ἔμεινεν ἀκίνητος. Τότε ἔτυχον ἐκεῖ μερικοὶ κινηγοί, οἵτινες βλέποντες ἀκίνητον τὴν ἔλαφον ἔτρεχον πρὸς αὐτήν, ὡσὰν νὰ εὗρον κανὲν εὕρημα καὶ τὴν ἔσυρον διὰ νὰ τὴν σφάξωσι. Τοῦτο ὅμως δὲν ἐκαλοφάνη εἰς τὸν Ὅσιον, ἀλλὰ ἐσυνεπόνεσε τὴν ἀθλίαν ἔλαφον καὶ πηγαίνων εἰς τοὺς κυνηγούς, τοὺς ἠμπόδιζεν ἀπὸ τὴν σφαγήν, λέγων πρὸς αὐτοὺς μὲ πρᾳότητα· «Ἀδελφοί, δὲν ἔχετε δίκαιον νὰ σφάξετε τὴν ἔλαφον ταύτην, διότι οὔτε ἐτρέξατε, οὔτε ἐκοπιάσατε δι’ αὐτήν· λοιπὸν εἶναι φανερόν, ὅτι τοῦτο τὸ δυστυχὲς ζῷον, ὅπου κατέπεσε, χρειάζεται ἔλεος περισσότερον καὶ βοήθειαν». Μὲ τούτους τοὺς λόγους κατέπεισε τοὺς κυνηγοὺς καὶ ὄχι μόνον ἄφησαν τὴν ἔλαφον, ἀλλὰ καὶ ἐβοήθησαν τὸν Ὅσιον, ὅστις, ἀφοῦ τὴν ἐσήκωσεν ἐπάνω, τὴν ἀπέλυσεν, οἱ δὲ κυνηγοὶ ἐθαύμασαν τὴν πολλὴν συμπάθειαν καὶ ἡμερότητα τοῦ Ὁσίου.