τὸν παρεκάλουν ὥραν πολλὴν καὶ ἔλεγον, ὅτι ἐὰν δὲν εἰσακούσῃ τὴν παράκλησίν των, δὲν ἀναχωροῦν, μόλις καὶ μετὰ βίας, ἐπὶ τέλους, ἀλλὰ καὶ τότε μὲ τρόπον ἐπιτήδειον, ποὺ ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ μὴ ἐγνώριζεν, εἶπε πρὸς αὐτούς· «Σεῖς ἀπὸ τὸ τάδε καὶ τὸ τάδε σημεῖον γνωρίζετε τὸν τόπον εἱς τὸν ὁποῖον ἔκρυψεν ὁ πατήρ σας τὸ χρυσίον, διατὶ λοιπὸν θέλετε ματαίως νὰ ἐνοχλῆτε ἐμέ; Καθὼς ἤκουσαν ἐκεῖνοι ταῦτα δὲν ἠπίστησαν, ἀλλὰ ἐπῆγαν παρευθὺς ἐκεῖ ὅπου τοὺς εἶπεν ὁ Ὅσιος καὶ σκάπτοντες εὑρῆκαν ἔργον τὸν λόγον του καὶ παίρνοντες τὸ χρυσίον τὸ ἐμοίρασαν μεταξύ των, τὸ δὲ θαῦμα διεφήμισαν εἰς ὅλους σχεδὸν τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀνθρώπους.
Μίαν φοράν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς τὸν Ὅσιον καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι, εἶπεν εἰς ἐπήκοον πάντων ὁ Ὅσιος· «Εἷς ἄνθρωπος ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς σηκώνων μεγάλον φορτίον καὶ δοκιμάζει κόπον πολύν», ταῦτα δὲ εἰπὼν ἀνεχώρησεν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ ὄρος. Ἀκούσαντες δὲ ἐκεῖνοι ἐστοχάζοντο ποῖος νὰ εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις ἤρχετο βαρυφορτωμένος καὶ ποῖον νὰ ἦτο τὸ φορτίον. Τότε ἰδοὺ καὶ ὁ ἄνθρωπος, περὶ τοῦ ὁποίου προεῖπεν ὁ Ὅσιος, ἔρχεται εἰς αὐτοὺς χωρὶς νὰ βαστάζῃ κανένα φορτίον ἐπάνω του καὶ ἐζήτει τὸν Ὅσιον ἐξ ὀνόματος, ἔλεγε δὲ ὅτι χρειάζεται τὴν βοήθειάν του. Ἐκεῖνοι τότε τοῦ εἶπον νὰ περιμένῃ, διότι πρὸ ὀλίγου ἀνεχώρησεν ἀπὸ αὐτούς, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἀνέμενε τὸν Ὅσιον λέγων, ὅτι ἂν δὲν τὸν συναντήσω, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναχωρήσω. Παρῆλθον, ἐν τῷ μεταξύ, ἑπτὰ ἡμέραι καὶ μόλις καὶ μετὰ βίας ἐξῆλθεν ὁ Ὅσιος ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἦτο κεκρυμμένος ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος καὶ καθὼς εἶδε τὸν ἄνθρωπον, εὐθὺς μὲ ἄγριον βλέμμα καὶ μὲ φωνὴν αὐστηράν, ἀσύμφωνον εἰς τὴν συνηθισμένην του πρᾳότητα, λέγει πρὸς αὐτόν· «Τί ζητεῖς, ἄνθρωπε, καὶ ἔρχεσαι εἰς τὴν ἔρημον; Διατὶ ἄφησες τὰς πολιτείας καὶ ἦλθες ἐδῶ εἰς τὰ βουνά; Διατί ἄφησες Ἀρχιερεῖς καὶ διδασκάλους καὶ πνευματικοὺς καὶ ζητεῖς ἀνθρώπους ἀμαθεῖς καὶ ἐρημίτας; Καὶ πῶς δὲν ἐφοβήθης τὴν θείαν καταδίκην, ὢν ὑπόδικος εἰς τοιαῦτα ἁμαρτήματα;». Ἐκεῖνος ταῦτα ἀκούσας ἐτρομοκρατήθη, ἀπὸ δὲ τὸν φόβον του ἐδέθη ἡ γλῶσσα του καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ὁμιλήσῃ καὶ μόνον ἔκλαιεν. Ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ εἶπεν· «Ἕως πότε θὰ σιωπᾷς καὶ δὲν ἐξομολογεῖσαι ἔμπροσθεν εἰς ὅλους τὴν ἁμαρτίαν, φανερώνων τὸν ἄδικον φόνον τὸν ὁποῖον ἔκαμες καὶ κατηγορῶν τὸν ἑαυτόν σου νὰ ἐξιλεώσῃς ὀλίγον τὸν Θεόν;».
Τότε ὁ φονεὺς ἐκεῖνος, βιάζων τὸν ἑαυτόν του καὶ μὲ συχνὸν καὶ κομμένον ἀνασασμόν, μόλις ἠδυνήθη καὶ εἶπεν· «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τί θέλεις νὰ μάθῃς ἀπὸ ἐμὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρὸ τοῦ νὰ τὰ εἰπῶ ἐγώ, ἔμαθες σὺ ἀπὸ τὴν Χάριν ἡ ὁποία κατοικεῖ εἰς σέ; Ὅμως ἰδού, ὑπακούω εἰς τὴν προσταγήν σου καὶ ἐκθέτω τὸ κακὸν τὸ ὁποῖον ἔκαμα καὶ ὅλους τοὺς παρόντας βάλω μάρτυρας τῆς κρυφῆς μου ἁμαρτίας».