Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΛΟΥΚΑ τοῦ ἐν τῷ Στειρίῳ ὄρει τῆς Ἑλλάδος ἀσκήσαντος.

Ταῦτα εἰπὼν ἐξωμολογήθη παρρησίᾳ τὴν ἁμαρτίαν του, διηγούμενος λεπτομερῶς ὅλα τὰ περιστατικὰ τοῦ τόπου καὶ τοῦ τρόπου καὶ τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ἐφόνευσε τὸν σύντροφόν του, καταισχύνας οὕτω τὸν ἑαυτόν του, συγκαταισχύνας δὲ καὶ τὸν σπορέα τῆς ἁμαρτίας καὶ αἴτιον παντὸς κακοῦ. Ἔπειτα προσπίπτει εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν διορθώσῃ καὶ νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τοὺς βρόχους τοῦ ἐχθροῦ· ὁ δὲ Ὅσιος τὸν συνεπόνεσε καὶ ἐγείρων αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς τὸν παρηγόρησε καὶ συμβουλεύσας αὐτὸν τοῦ ἔδωκε κανόνα νὰ κάμῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἠδύνατο· κοντὰ δὲ εἰς τὰ ἄλλα τοῦ εἶπε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον τοῦ φονευθέντος καὶ νὰ χύσῃ πολλὰ δάκρυα, νὰ κάμῃ τρεῖς χιλιάδας μετανοίας, νὰ ἐκτελέσῃ πλουσιοπάροχα τὰ νενομισμένα μνημόσυνα αὐτοῦ καὶ εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν νὰ κλαίῃ τὴν ἁμαρτίαν του, ἔχων αὐτὴν ἔμπροσθέν του τυπωμένην εἰς τὸν χάρτην τῆς ἐνθυμήσεως. Ταῦτα καὶ ἄλλα παρόμοια νουθετῶν αὐτόν, ἐνεφύτευσε μέσα εἰς τὸν νοῦν του τὴν κατάγνωσιν τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ παρήγγειλε νὰ ἔχῃ εἰς τὸ ἑξῆς πολλὴν μετάνοιαν καὶ νὰ ἐξομολογῆται εἰς Πνευματικὸν Πατέρα τὰς ἁμαρτίας του, διὰ νὰ λαμβάνῃ ἀπὸ αὐτὸν τὴν συγχώρησιν.

Ναύκληρός τις ὀνόματι Δημήτριος, φίλος τοῦ Ὁσίου, ψαρεύων μίαν φοράν, κοντὰ εἰς τὸ μέρος ὅπου ἦτο ὁ Ὅσιος, ἐσκέφθη νὰ τοῦ ὑπάγῃ κανὲν ὀψάριον· παρ’ ὅλον ὅμως ὅτι ἐκοπίασε πολύ, δὲν ἔπιασε τίποτε. Ὕστερα ἔρριψε τὸ ἄγκιστρον εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου καί, ὤ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἕνα μεγάλο ὀψάριον, ὡσὰν νὰ τὸ ἐτραβοῦσε κανείς, τρέχει μὲ μεγάλην ὁρμὴν καὶ πιάνεται εἰς τὸ ἄγκιστρον. Τοῦτο ἰδὼν ὁ ναύκληρος ἐθαύμασε, ὅτι καὶ μὲ μόνην τὴν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματός του θαυματουργεῖ ὁ Ἅγιος. Δοκιμάζει λοιπὸν καὶ πάλιν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου καὶ ρίψας τὸ ἄγκιστρον πιάνει καὶ ἄλλο ὀψάριον μὲ μεγάλην εὐκολίαν, ἀλλ’ ὅμως ὀλίγον μικρότερον τοῦ πρώτου. Ὁ δὲ πατὴρ τοῦ φθόνου διάβολος ἐνεργεῖ καὶ εἰς τὸν ναύκληρον παρόμοιον τι πρᾶγμα μὲ ἐκεῖνο τοῦ Κάϊν καὶ τὸν καταπείθει νὰ κρατήσῃ δι’ ἑαυτὸν τὸ μεγαλύτερον ὀψάριον, τὸ δὲ μικρότερον νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Ὅσιον.

Τούτου γενομένου ἐδέχθη αὐτὸ ὁ Ὅσιος μετ’ εὐχαριστίας καὶ εὐχῆς, προσποιούμενος, ὅτι δὲν ἐγνώριζε τὴν δολιότητα, τὴν ὁποίαν ἔκαμεν εἰς τὴν διανομήν. Μετὰ ταῦτα ὅμως, διὰ νὰ μὴ μείνῃ ὁ ναύκληρος ἀδιόρθωτος καὶ διὰ νὰ προσφέρῃ τὰ δῶρα του μὲ διάκρισιν εἰς τὸν Θεὸν (διότι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον προσέφερεν εἰς τὸν Ὅσιον, ἐνόμιζεν ὅτι τὸ προσέφερεν εἰς τὸν Θεόν), λέγει πρὸς αὐτὸν μὲ


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τῆς Ἀμφίσσης, ἀρχαίας πόλεως τῆς Λοκρίδος, κειμένης βορειοδυτικῶς τῶν Δελφῶν καὶ εἰς ἀπόστασιν 20 χ.λ.μ. ἀπ’ αὐτῶν. Κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρξε μία τῶν κυριωτέρων πόλεων τῶν Ὀζολῶν Λοκρῶν. Κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους κατεστράφη ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Βουλγάρων Σαμουήλ, ἀλλ’ ἀνεκτίσθη λαβοῦσα βραδύτερον τὸ ὄνομα Αὐλών, ὑπὸ τὸ ὁποῖον φέρεται ὡς ἕδρα Ἐπισκοπῆς ὑπὸ τὸν Μητροπολίτην Ἀθηνῶν. Ἐκ τοῦ ὀνόματος τούτου λέγεται ὅτι προέκυψε τὸ ἔτι καὶ σήμερον ἐν χρήσει Σάλωνα. Κατ’ ἄλλην ἐκδοχὴν προέρχεται ἐξ ἐγκατασταθέντων ἐκεῖ Θεσσαλονικέων (Θεσσαλονικεῖς-Σαλονικεῖς) μετὰ τὴν καταστροφὴν τῆς Θεσσαλονίκης ὑπὸ τοῦ Φιλίππου. Κατὰ νεωτέραν γνώμην ὠνομάσθη Σάλωνας ἐκ τοῦ συχνοῦ σάλου, τὸν ὁποῖον ὑφίσταται λόγῳ τοῦ σεισμογεννοῦς τῆς περιοχῆς. Ἐκ τοῦ ὀνόματος Σάλωνας, τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται ἐνταῦθα καὶ τὸ ὁποῖον βεβαιοῖ καὶ ἡ τοπικὴ παράδοσις, προέκυψεν ἐπὶ Τουρκοκρατίας τὸ ὄνομα Σάλωνα. Ἅμα τῇ ἀπελευθερώσει τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἀπεδόθη εἰς αὐτὴν τὸ παλαιόν της ὄνομα Ἄμφισσα καὶ κατέστη ἕδρα τῆς ἐπαρχίας Παρνασσίδος, ἤδη δὲ εἶναι πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ Φωκίδος. Ἐνταῦθα τὸ ὄνομα Σάλωνας ἀφέθη ὡς ἔχει ἐν τῷ Χειρογράφῳ, διότι ἀποτελεῖ σημαντικὸν ἀποδεικτικὸν στοιχεῖον περὶ τῆς ἐξελίξεως τῆς ὀνομασίας τῆς πόλεως.

[2] Πέτρος Α’ βασιλεὺς τῆς Βουλγαρίας (927-968). Ὁ Πέτρος οὗτος ἔχει ἀνακηρυχθῆ ὑπὸ τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας Ἅγιος. Περὶ τοῦ πατρὸς αὑτοῦ Συμεῶνος Α’ βλέπε σχετικὴν ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ ΙΑ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἐπισκόπου Ἀχρίδος, τῇ κβ’ (22ᾳ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου.

[3] Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ἀνηγέρθη μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ὁσίου ἡ γνωστὴ περιώνυμος Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Ἑλικῶνος, πλησίον τοῦ παλαιοῦ χωρίου Στείριον τῆς ἐπαρχίας Λεβαδείας τοῦ νομοῦ Βοιωτίας. Ὅπως ἐν τοῖς προηγουμένοις εἴδομεν καὶ ὅπως ἐν τῇ συνεχείᾳ τῆς προκειμένης Βιογραφίας τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ ἀναφέρεται, ἡ οἰκοδομὴ τῆς Μονῆς ἤρξατο ζῶντος τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ ἀπὸ τοῦ ἔτους 942 διὰ συνδρομῆς τοῦ Βυζαντινοῦ στρατηγοῦ Κρηνίτου, διοικητοῦ τότε τοῦ θέματος Ἑλλάδος. Κατὰ πρῶτον ἐθεμελιώθη ὑπὸ τοῦ Ὁσίου καὶ ἤρχισεν οἰκοδομούμενος ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ὅστις ἐπερατώθη μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ὁσίου ὑπὸ πνευματικῶν αὐτοῦ τέκνων. Ὁ Ναὸς οὗτος δὲν σῴζεται σήμερον. Ὁ σήμερον σῳζόμενος Ναός, ὅστις εἶναι καὶ τὸ Καθολικὸν τῆς Μονῆς, τιμώμενος ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ὁσίου, ἀνηγέρθη κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 11ου αἰῶνος. Ὀλίγον βραδύτερον ἀνηγέρθη βορείως αὐτοῦ ὁ πάνσεπτος Ναὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ὁ Ναὸς τοῦ Ὁσίου εἶναι ὀκταγωνικοῦ ρυθμοῦ, μετὰ τρούλλου, ὁ ἀρχαιότερος καὶ τελειότερος τῶν σῳζομένων ὁμοίων Ναῶν, καὶ πρωτότυπον τοῦ εἴδους αὐτοῦ. Εἶναι ἀνάλογος πρὸς τὸν Ναὸν τῆς Μονής Δαφνίου Ἀθηνῶν, λίαν ἐπιμελῶς ἐκτισμένος βάσει ἀρχιτεκτονικοῦ σχεδίου, τὸ ὁποῖον προσδίδει εἰς αὐτὸν ἐξαιρετικὴν μεγαλοπρέπειαν, ἡ δὲ θαυμασία ἐσωτερικὴ διακόσμησις αὐτοῦ, τὸ μαρμάρινον γλυπτὸν τέμπλον, τὰ ὑπέροχα ἄλλα γλυπτά, τὰ χρυσᾶ καὶ πολύχρωμα μωσαϊκά, οἱ πολύτιμοι λίθοι καὶ ὁ ἐν γένει διάκοσμος αὐτοῦ προσδίδου εἰς τὸν ὅλον Ναόν, ὅστις διετηρήθη ἄθικτος διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν, σπανίαν λαμπρότητα καὶ κάλλος προκαλοῦν τὸ δέος.

Κάτωθι τοῦ Ναοῦ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ ὑπάρχει κρύπτη τιμωμένη ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ ἕτεροι δύο τάφοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς, κατὰ τὴν παράδοσιν, εἶναι τοῦ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Β’, περὶ τοῦ ὁποίου προεῖπεν ὁ Ὅσιος, ὅτι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του θὰ ἀπηλευθεροῦτο ἡ ὑπὸ τῶν Ἀράβων κατεχομένη Κρήτη. Διὰ τὴν πραγματοποίησιν τῆς προρρήσεως ταύτης ὁ αὐτοκράτωρ Ρωμανὸς ἐνίσχυσε διὰ χρημάτων τὴν Μονὴν καὶ συνήργησε σπουδαίως εἰς τὴν ἀνέγερσιν αὐτῆς. Ὁ Ναὸς τῆς Θεοτόκου ἔχει σχῆμα σταυροῦ καὶ πλουσιώτατον ἐσωτερικὸν διάκοσμον ἀνώτερον τοῦ προηγουμένου.

[4] Παφλαγονία· ἀρχαία χώρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, περιλαμβάνουσα τὰ βόρεια παράλια αὐτῆς, μεταξὺ τῆς Βιθυνίας πρὸς δυσμὰς καὶ τοῦ Πόντου πρὸς ἀνατολάς. Πρὸς νότον συνώρευε μετὰ τῆς Γαλατίας.