Ταῦτα εἰπὼν ἐξωμολογήθη παρρησίᾳ τὴν ἁμαρτίαν του, διηγούμενος λεπτομερῶς ὅλα τὰ περιστατικὰ τοῦ τόπου καὶ τοῦ τρόπου καὶ τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ἐφόνευσε τὸν σύντροφόν του, καταισχύνας οὕτω τὸν ἑαυτόν του, συγκαταισχύνας δὲ καὶ τὸν σπορέα τῆς ἁμαρτίας καὶ αἴτιον παντὸς κακοῦ. Ἔπειτα προσπίπτει εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν διορθώσῃ καὶ νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τοὺς βρόχους τοῦ ἐχθροῦ· ὁ δὲ Ὅσιος τὸν συνεπόνεσε καὶ ἐγείρων αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς τὸν παρηγόρησε καὶ συμβουλεύσας αὐτὸν τοῦ ἔδωκε κανόνα νὰ κάμῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἠδύνατο· κοντὰ δὲ εἰς τὰ ἄλλα τοῦ εἶπε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον τοῦ φονευθέντος καὶ νὰ χύσῃ πολλὰ δάκρυα, νὰ κάμῃ τρεῖς χιλιάδας μετανοίας, νὰ ἐκτελέσῃ πλουσιοπάροχα τὰ νενομισμένα μνημόσυνα αὐτοῦ καὶ εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν νὰ κλαίῃ τὴν ἁμαρτίαν του, ἔχων αὐτὴν ἔμπροσθέν του τυπωμένην εἰς τὸν χάρτην τῆς ἐνθυμήσεως. Ταῦτα καὶ ἄλλα παρόμοια νουθετῶν αὐτόν, ἐνεφύτευσε μέσα εἰς τὸν νοῦν του τὴν κατάγνωσιν τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ παρήγγειλε νὰ ἔχῃ εἰς τὸ ἑξῆς πολλὴν μετάνοιαν καὶ νὰ ἐξομολογῆται εἰς Πνευματικὸν Πατέρα τὰς ἁμαρτίας του, διὰ νὰ λαμβάνῃ ἀπὸ αὐτὸν τὴν συγχώρησιν.
Ναύκληρός τις ὀνόματι Δημήτριος, φίλος τοῦ Ὁσίου, ψαρεύων μίαν φοράν, κοντὰ εἰς τὸ μέρος ὅπου ἦτο ὁ Ὅσιος, ἐσκέφθη νὰ τοῦ ὑπάγῃ κανὲν ὀψάριον· παρ’ ὅλον ὅμως ὅτι ἐκοπίασε πολύ, δὲν ἔπιασε τίποτε. Ὕστερα ἔρριψε τὸ ἄγκιστρον εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου καί, ὤ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἕνα μεγάλο ὀψάριον, ὡσὰν νὰ τὸ ἐτραβοῦσε κανείς, τρέχει μὲ μεγάλην ὁρμὴν καὶ πιάνεται εἰς τὸ ἄγκιστρον. Τοῦτο ἰδὼν ὁ ναύκληρος ἐθαύμασε, ὅτι καὶ μὲ μόνην τὴν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματός του θαυματουργεῖ ὁ Ἅγιος. Δοκιμάζει λοιπὸν καὶ πάλιν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου καὶ ρίψας τὸ ἄγκιστρον πιάνει καὶ ἄλλο ὀψάριον μὲ μεγάλην εὐκολίαν, ἀλλ’ ὅμως ὀλίγον μικρότερον τοῦ πρώτου. Ὁ δὲ πατὴρ τοῦ φθόνου διάβολος ἐνεργεῖ καὶ εἰς τὸν ναύκληρον παρόμοιον τι πρᾶγμα μὲ ἐκεῖνο τοῦ Κάϊν καὶ τὸν καταπείθει νὰ κρατήσῃ δι’ ἑαυτὸν τὸ μεγαλύτερον ὀψάριον, τὸ δὲ μικρότερον νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Ὅσιον.
Τούτου γενομένου ἐδέχθη αὐτὸ ὁ Ὅσιος μετ’ εὐχαριστίας καὶ εὐχῆς, προσποιούμενος, ὅτι δὲν ἐγνώριζε τὴν δολιότητα, τὴν ὁποίαν ἔκαμεν εἰς τὴν διανομήν. Μετὰ ταῦτα ὅμως, διὰ νὰ μὴ μείνῃ ὁ ναύκληρος ἀδιόρθωτος καὶ διὰ νὰ προσφέρῃ τὰ δῶρα του μὲ διάκρισιν εἰς τὸν Θεὸν (διότι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον προσέφερεν εἰς τὸν Ὅσιον, ἐνόμιζεν ὅτι τὸ προσέφερεν εἰς τὸν Θεόν), λέγει πρὸς αὐτὸν μὲ