Ἀλλὰ, μὴ ὑποφέρων ὁ μισόκαλος νὰ βλέπῃ τὸν θεῖον Λουκᾶν νὰ μένῃ ἕως τέλους εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ Στυλίτου καὶ νὰ συνάγῃ ἐκ τούτου πολὺ κέρδος εἰς τὴν ψυχήν του, ἐκίνησε κάθε μηχανήν, ἕως ὅτου τὸν ἐξέβαλεν ἀπὸ τὴν ὑποταγήν του ἐκ τῆς ἑξῆς αἰτίας: Ὁ ἐπιστάτης τῶν λιμένων, ὅστις ἦτο ἐκεῖ διὰ νὰ ἀπαγορεύῃ εἰς τὰ πλοῖα νὰ περνοῦν εἰς τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος, ἕνεκα τῶν ἐχθρικῶν ἐπιδρομῶν, ἔτυχε νὰ εὕρῃ τὸν Ὅσιον ἐντὸς πλοίου, τὸ ὁποῖον ἤθελε νὰ περάσῃ, μὴ γνωρίζων τὴν ἀπαγόρευσιν· ὅθεν διὰ τοῦτο τὸν ἐρράβδισε ῥαβδισμὸν ἀνυπόφορον. Ἀπὸ τότε πλέον ἔκρινε νὰ εἶναι μόνος καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Προδρόμου καὶ ἡσύχαζεν. Ἐπειδὴ δὲ βροχὴ μεγάλη γενομένη κατέστρεψε τὸ μικρὸν κελλίον εἰς τὸ ὁποῖον κατῴκει, τὸν ἔκαμε καὶ μὴ θέλοντα νὰ ἀναχωρήσῃ. Ἴσως δὲ καὶ ὁ Θεὸς νὰ ᾠκονόμησε τοῦτο διὰ νὰ μὴ ὑστερῇ τὴν πατρίδα του τῆς παρουσίας του πολλοὺς χρόνους, παραμένων εἰς Πελοπόννησον· διότι δὲν παρῆλθε πολὺς καιρὸς καὶ ὁ ἀλιτήριος Βούλγαρος Συμεὼν ἀπέθανε καὶ ἔλαβε τὴν ἐξουσίαν ὁ υἱός του Πέτρος [2], ὁ ὁποῖος, μισῶν τοὺς πολέμους καὶ τὰς αἱματοχυσίας, συνῆψεν εἰρήνην μὲ τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ οὕτως ὅλοι οἱ ἀπομακρυνθέντες ἕνεκα τοῦ κινδύνου, τὸν ὁποῖον διέτρεχον, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν πατρίδα των. Ἐπέστρεψε λοιπὸν καὶ ὁ θεῖος Λουκᾶς εἰς τὴν ποθητὴν ἡσυχίαν τοῦ ὄρους Ἰωάννιτρα, ἐξακολουθῶν τοὺς αὐτοὺς ἀγῶνας ἢ καὶ μεγαλυτέρους κόπους τῆς ἀρετῆς καὶ ἐπιμελούμενος μὲ αὐτοὺς νὰ λύῃ τοὺς πόνους τῶν ὁδοιπόρων, διὰ μέσου τῆς φιλανθρώπου φιλοξενίας του.
Καιρὸν δέ τινα ὁ Ἀρχιερεὺς τῆς Κορίνθου, πηγαίνων εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, παρέμεινεν ἐκεῖ πλησίον διὰ νὰ ἀναπαυθῇ ὀλίγον. Ἐπῆγε λοιπὸν εἰς αὐτὸν ὁ Ὅσιος φέρων λάχανα πολλῶν εἰδῶν, ἀπὸ τὰ καλλίτερα τὰ ὁποῖα εἶχεν εἰς τὸ μικρὸν περιβόλιόν του. Ὁ δὲ Κορίνθου, μαθὼν ποῖος εἶναι καὶ ποῦ εὑρίσκεται καὶ ποίαν ζωὴν ζῇ ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ μόνος του νὰ ἰδῇ τὴν καλύβην του· βλέπων δὲ τὴν θεληματικὴν καὶ ὑπερβολικὴν τοῦ Ὁσίου πτωχείαν, ἐθαύμασε καὶ ἐπρόσταξε τὸν οἰκειότερον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους του νὰ τοῦ δώσῃ χρυσίον καὶ μὲ αὐτὸ νὰ τὸν δεξιωθῇ. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν ἐδέχετο τοῦτο λέγων· «Εὐχὰς καὶ διδασκαλίαν θέλω νὰ λάβω, Δέσποτα, καὶ ὄχι χρυσίον· διότι τί χρησιμεύει αὐτὸ εἰς ἐμέ, ὅστις πολιτεύομαι τοιαύτην πτωχικὴν ζωήν; Δός μοι λοιπὸν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον διψῶ πολὺ καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον χρειάζομαι, διδάσκων ἐμὲ τὸν ἀμαθῆ καὶ ἀγροῖκον πῶς νὰ σωθῶ». Ἐλυπήθη ὁ Ἀρχιερεύς, διότι δὲν ἐδέχθη τὸ δῶρον του, νομίζων ὅτι τὸν κατεφρόνησε καὶ ὅτι δὲν τὸν ἔλαβεν,