Συνήθειαν εἶχεν ὁ Ὅσιος εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν Βαΐων νὰ παίρνῃ τὸ θεῖον ὅπλον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἰς τὰς χεῖρας του καὶ νὰ ἀναβαίνῃ τὴν πρωΐαν ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους, φωνάζων εἰς ὅλον τὸν δρόμον τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἀναβαίνων λοιπὸν μίαν φορὰν ὁ Ὅσιος, ἐφθόνησεν ὁ μισόκαλος καὶ θέλων νὰ ἐμποδίσῃ τὸ καλὸν αὐτό, ὑπεκίνησε μίαν ἔχιδναν νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν φωλεάν της καὶ νὰ δαγκάσῃ τὸν Ἅγιον εἰς τὸν δάκτυλον τοῦ ποδός του. Ὁ δὲ Ὅσιος, ὡς ἀγαθὸς καὶ θεοφιλής, ἔσκυψεν εὐθὺς καὶ πιάνων τὸν πόδα του ὁμοῦ μὲ τὴν ἔχιδναν εἶπε· «Μήτε σὺ νὰ ἀδικήσῃς ἐμέ, μήτε ἐγὼ σέ, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο ἂς ὑπάγωμεν ὁ καθεὶς εἰς τὸν ἰδικόν του δρόμον· διότι εἴμεθα ποιήματα ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ Ποιητοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅταν δὲν θέλῃ κανὲν πρᾶγμα, μόνοι ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τὸ κάμωμεν». Ταῦτα εἰπὼν ἀπέλυσε τὴν ἔχιδναν καὶ ἐκείνη μὲν ἐπῆγεν εὐθὺς εἰς τὴν φωλεάν της, ὁ δὲ Ὅσιος ἔμεινεν ἀβλαβὴς χωρὶς νὰ πάθῃ κανὲν κακὸν ἀπὸ τὸ δάγκωμα.
Ἐστάλη ἄνθρωπος βασιλικὸς ἀπὸ τὸν τότε βασιλέα εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλλίας δι’ ὑπηρεσίαν· ἀλλ’ ὅταν ἔφθασεν εἰς την Κόρινθον, τὰ χρήματα τὰ ὁποῖα εἶχε μαζί του διὰ νὰ ἐξοδεύῃ εἰς τὰς βασιλικὰς ὑπηρεσίας, ἐκλάπησαν κρυφίως, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ κανεὶς ποῖος τὰ ἔκλεψεν. Ὅθεν ἔστειλε παντοῦ ἀνθρώπους καὶ ἠρεύνων διὰ νὰ τὰ εὕρουν, ὅλους δὲ ἐκείνους οἵτινες ἦσαν ὕποπτοι τοὺς ἔβαλεν εἰς ἐξέτασιν καὶ παίδευσιν· ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ ἦσαν μάταια καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἐλπὶς νὰ εὑρεθοῦν τὰ χρήματα. Ὅθεν ἐλυπεῖτο πολὺ ὁ βασιλικὸς ἄνθρωπος καὶ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν θλῖψιν του. Οἱ δὲ ἄρχοντες τῆς πολιτείας ἐπαρηγόρουν αὐτὸν διὰ διαφόρων τρόπων, μεταξὺ δὲ ἄλλων τοῦ ἔλεγον νὰ ἐλπίζῃ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος πολλὰς φορὰς δίδει διέξοδον εἰς τὰ ἀπορούμενα, διὰ τούτων δὲ ἠγωνίζοντο νὰ τὸν συνεφέρουν ἀπὸ τὴν ἄμετρον θλῖψιν ἐκ τῆς ὁποίας ἐκινδύνευεν, ὡς εἴπομεν, νὰ ἀποθάνῃ. Εἷς δὲ ἀπὸ ἐκείνους ἐσηκώθη εἰς τὸ μέσον καὶ λέγει· «Αὐτὴν τὴν κλοπὴν ἄλλος δὲν δύναται νὰ φανερώσῃ παρὰ μόνον ὁ θεῖος Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος λάμπει εἰς τοὺς καιρούς μας μὲ πολλὰ θαύματα». Τότε ὅλοι οἱ ἄλλοι Κορίνθιοι ἐβεβαίωσαν τὸν λόγον του καὶ μὲ πολλοὺς ἐπαίνους ἐγκωμίαζαν τὸν Ὅσιον. Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλικὸς ἄνθρωπος ἔλαβε καλὰς ἐλπίδας καὶ ἤρχισε νὰ λαμβάνῃ ἀναψυχὴν καὶ παρευθὺς στέλλει εἰς τὸν Ὅσιον ἀνθρώπους, διὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ ἔλθῃ πρὸς αὐτόν. Ὁ δὲ Ὅσιος φεύγων τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων δὲν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ, ἀκούσας ὅμως τὴν ὑπερβολικὴν θλῖψιν τοῦ βασιλικοῦ ἀνθρώπου καὶ συμπονῶν αὐτὸν ἐπῆγε μαζὶ μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους.