Εἷς δὲ ἀπὸ ἐκείνους ἀνέφερε διὰ τὸν Ὅσιον, ὅτι ἐὰν προσκληθῇ αὐτὸς καὶ ἐπισκεφθῇ τὸν ἀσθενῆ, θὰ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του. Τρέχει παρευθὺς ὁ πατὴρ τοῦ ἀσθενοῦς εἰς τὸν Ὅσιον, ὅστις εὑρίσκετο εἰς τὸ Μοναστήριον, προσπίπτει εἰς τοὺς πόδας του καὶ μετὰ θερμῶν δακρύων τὸν παρακαλεῖ νὰ ὑπάγῃ νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν ἀσθενῆ, ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἠδύνατο μόνος νὰ καταπείσῃ τὸν Ὅσιον, ἔκαμε νεῦμα εἰς τὸν Ἡγούμενον, νὰ μεσιτεύσῃ καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τούτου· ὅθεν τὸν παρεκάλεσε θερμῶς καὶ ὁ Ἡγούμενος νὰ ὑπάγῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἐδέχετο τελείως εἰς τοῦτο, λέγων· «Τίς εἶμαι ἐγώ; Ἀπατᾶσθε. Εἷς Θεὸς μόνος εἶναι δυνατὸς νὰ ἐλευθερώνῃ καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον· ἄνθρωπος ὅμως φθαρτὸς καὶ ὑποκείμενος εἰς ἁμαρτίας δὲν δύναται νὰ κάμῃ τοιοῦτον θαυμάσιον». Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ πατὴρ τοῦ ἀσθενοῦς ἐπέστρεψεν ὀπίσω λυπημένος καὶ ἀπηλπισμένος. Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ἑσπέρα, συνομιλῶν ὁ Ἀντώνιος μὲ τὸν Ὅσιον, εἶπε· «Νομίζω, Πάτερ τίμιε, ὅτι δὲν ἐπράξαμεν καλῶς, οὔτε σύμφωνα μὲ τὰς θείας ἐντολάς, νὰ μὴ ἐπισκεφθῶμεν τὸν ἀσθενῆ καὶ μάλιστα ἐφ’ ὅσον παρεκλήθημεν πρὸς τοῦτο καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα· ὅθεν μὲ κάθε δίκαιον ἔχομεν νὰ ἀκούσωμεν τὸ «ἀσθενὴς ἤμην καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με» (Ματθ. κα’ 43), διότι μήπως καὶ ἡμεῖς σπρώχνομεν τὸν ἑαυτόν μας εἰς τοῦτο διὰ ἐπίδειξιν; Εἰς πόσην δὲ λύπην ἔπεσαν οἱ γονεῖς τοῦ ἀσθενοῦς καὶ συγγενεῖς; Ὥστε, κατὰ τὴν ἰδικήν μου γνώμην, ἡ παραίτησις αὐτή, τὴν ὁποίαν ἐκάμαμεν, εἶναι κατὰ πολὺ ἄσπλαγχνος καὶ μακρὰν ἀπὸ κάθε φιλανθρωπίαν».
Εἰς αὐτὰ ἀπεκρίθη ὁ θεῖος Λουκᾶς· «Ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν εἶναι ἴδιον μόνου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀξίων τῆς Αὐτοῦ Χάριτος καὶ τὸ νὰ παρηγορῇ κανεὶς τοὺς λυπημένους εἶναι ἴδιον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀρκετὸν λόγον καὶ φρόνησιν· ἀλλ’ ἐγὼ εἶμαι καὶ ἀπὸ τὰ δύο ἐστερημένος. Εἰς τί λοιπὸν θὰ ὠφελήσω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν, ἐὰν ὑπάγω; Ὅμως, ἐὰν σύ, Πάτερ, νομίζῃς τοῦτο καλὸν καὶ εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν, πήγαινε ἐμπρὸς καὶ ἐγὼ κατόπιν σὲ ἀκολουθῶ». Ἐπορεύθησαν λοιπὸν πρὸς τὸν ἀσθενῆ καὶ ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἦτο βαθεῖα ἑσπέρα, εὗρον δὲ αὐτὸν χωρὶς φωνὴν καὶ χωρὶς αἴσθησιν, μόνον ἀπὸ τὴν ἀναπνοὴν ἐγνωρίζετο ὅτι δὲν ἦτο νεκρός. Ὅσοι λοιπὸν ἦσαν ἐκεῖ ἔκλαιον ἡσύχως, μόνον δὲ ὁ πατὴρ τοῦ ἀσθενοῦς εἶπε πρὸς τὸν Ὅσιον, ὅστις παρεκάθησε πλησίον τῆς κλίνης· «Εὖξαι, Πάτερ τίμιε, διὰ τὸν δοῦλον σου, τὸν υἱόν μου, καὶ κάμε εἰς αὐτὸν σημεῖον εἰς ἀγαθόν, νὰ τὸν ἴδῳ καθὼς ἀγαπῶ καὶ καθὼς αἱ ἰδικαί σου εὐχαὶ ἔχουν δύναμιν». Λέγων δὲ ὁ Ὅσιος, ὅτι δὲν δύναται νὰ κάμῃ τοιαῦτα θαύματα, ὁ πατὴρ τοῦ ἀσθενοῦς πάλιν τὸν παρεκάλει,