Ὡς νὰ μὴ ἤρκουν ὅμως αἱ ἄλλαι δοκιμασίαι, ἔφερεν εἰς τὸν Ὅσιον ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθένειαν, ἡ ὁποία ἦτο κνησμὸς καὶ φαγοῦρα εἰς τὰ παιδογόνα μόρια, τόσον δεινὴ καὶ ἀνυπόφορος, ὥστε διελογίζετο νὰ ἀποκόψῃ αὐτά. Ὅθεν παρεκάλει τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον, τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο ἐκεῖ τὸ ἱερὸν λείψανον, νὰ τὸν θεραπεύσουν. Βλέπει λοιπὸν νύκτα τινὰ εἰς τὸ ὅραμά του τὸν Ἅγιον ἐκεῖνον καὶ τοῦ ἐδείκνυεν ἕνα βότανον, λέγων· «Μὲ αὐτὸ θέλεις εὕρει τὴν ἰατρείαν· γνώριζε ὅμως, ὅτι θέλεις ὑστερηθῆ τὸν μισθὸν τῆς ὑπομονῆς»· ἀφοῦ δὲ ἐξύπνησεν ὁ Ὅσιος, ἐπροτίμησε νὰ πάσχῃ πρόσκαιρα ἀπὸ τὸ πάθος, παρὰ νὰ χάσῃ τὸν αἰώνιον μισθόν, ἕως ὅτου ὁ Θεός, βλέπων τὴν ἄκραν του ὑπομονήν, τὸν ἰάτρευσεν ὡς ἐκεῖνος ἐγνώριζεν.
Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ὁσίου, Μοναχὴ οὖσα, ἔφερέ ποτε ἄρτους εἰς αὐτόν, ὅστις ἐταλαιπωρεῖτο ἐκεῖ εἰς τὸ νησίον· λαβὼν δὲ αὐτοὺς ὁ Ὅσιος ἐπῄνεσε τὴν καλήν της προαίρεσιν καὶ εἶπεν· «Ἐγὼ δὲν πρέπει νὰ φάγω κανένα ἀπ’ αὐτούς, διότι ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἡτοίμασε διὰ τὴν ἰδικήν μου ἀνάγκην, ἀλλὰ διὰ τὰς ἀνάγκας ἄλλων ἀδελφῶν, τοὺς ὁποίους μετ’ ὀλίγον θέλεις ἰδεῖ καὶ θέλεις θαυμάσει διὰ τὸ ἀναγκαῖον καὶ χρήσιμον τῶν ἄρτων. Ἀποροῦσε δὲ ἐκείνη καὶ ἀνέμενε νὰ ἴδῃ τοὺς ἀδελφοὺς περὶ τῶν ὁποίων εἶπεν. Ὁ δὲ Ὅσιος μετ’ ὀλίγην ὥραν εὑρίσκετο εἰς ἀγωνίαν καὶ ἐφαίνετο ὅτι συλλυπεῖται καὶ συμπάσχει μὲ ἀδελφούς τινας οἱ ὁποῖοι ἐκινδύνευαν· ἔπειτα ἐφαίνετο, ὅτι προσήλωνε τὴν ἀκοήν του διὰ νὰ ἀκούσῃ φωνήν, ἡ ὁποία ἤρχετο πρὸς αὐτὸν ἀπὸ κάποιον μέρος, ἐπὶ τέλους δὲ ἐφάνη, ὅτι ἔλαβε θάρρος, ἐχάρη πολὺ καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν πανάγαθον Θεόν.
Αἰτία διὰ τὴν ὁποίαν ἔκαμνεν ὁ Ὅσιος τὰ κινήματα ταῦτα ἦτο ἡ ἑξῆς: Πλοῖον τι ἐρχόμενον ἀπὸ τὴν Γαλλίαν εὗρε καθ’ ὁδὸν θαλασσοταραχὴν καὶ ἐκινδύνευε νὰ πνιγῇ, διεσώθη δὲ τοῦτο ἀπὸ τὸν κίνδυνον διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου καὶ ἦλθεν εἰς τὸ νησίον ἐκεῖνο καὶ προσωρμίσθη. Ἐπειδὴ δὲ οἱ ναῦται ἐγνώριζον ὅτι εὑρίσκετο ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, ἐπῆγαν πρὸς αὐτόν, καὶ διηγήθησαν τὸν κίνδυνον ὅστις τοὺς συνέβη ὡς καὶ τὸ ἀνέλπιστον τῆς σωτηρίας των, μὴ γνωρίζοντες ὅτι ἔλεγον ταῦτα εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν κίνδυνον αὐτῶν ἐγνώρισε καὶ διὰ πρεσβειῶν του ἀπὸ αὐτὸν τοὺς ἐλύτρωσεν. Ὁ Ὅσιος λοιπόν, ὡς φιλανθρωπότατος ὅπου ἦτο, ἐφίλευσεν αὐτοὺς μὲ τοὺς ἄρτους τῆς ἀδελφῆς καὶ μὲ κάθε φιλοφροσύνην τοὺς ἐπεριποιεῖτο, παρηγορῶν αὐτοὺς διὰ λόγου καὶ ἔργου καὶ ἔχων προθυμίαν, ἐὰν ἦτο δυνατόν, νὰ ἀνοίξῃ τὰ σπλάγχνα του καὶ νὰ τοὺς βάλῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἄκραν φιλανθρωπίαν του. Αὐτὸ εἶναι τὸ νὰ δίδῃ