Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐμελετήθη νὰ γίνῃ ἐπανάστασις κατὰ τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου καὶ διὰ τοῦτο συνήθροιζον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐθεωροῦντο ὕποπτοι ὅτι θὰ ἔκαμνον τὴν ἐπανάστασιν ταύτην. Τὸν ἴδιον καιρὸν ἐκλήθη καὶ ὁ στρατηγὸς τῆς Ἑλλάδος, Πόθος ὀνομαζόμενος, μὲ γράμματα τῆς γυναικός του, τὰ ὁποῖα ἔγραφον νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Βασιλεύουσαν τὸ ταχύτερον, διότι ὁ βασιλεὺς ποθεῖ πολὺ τὴν παρουσίαν του, μάλιστα δὲ διότι ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ καὶ τὸ τέκνον των. Ἐκ τούτων ἔγινε περίλυτος ὁ στρατηγὸς καὶ δὲν ἐγνώριζε τί νὰ κάμῃ· ἀφ’ ἑνὸς ὁ κίνδυνος τοῦ τέκνου του τὸν ἐβίαζε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀφ’ ἑτέρου ἡ ταραχὴ τοῦ καιροῦ τὸν ἐφόβιζε νὰ ὑπάγῃ, διὰ νὰ μὴ κινδυνεύσῃ καὶ μάλιστα εἶχεν ὑποψίαν, ἐπειδὴ τοῦ ἔγραφεν ἡ γυνή του νὰ ὑπάγῃ καὶ ὄχι ὁ βασιλεύς.
Ἐν ᾧ λοιπὸν εὑρίσκετο ὁ στρατηγὸς εἰς τοιαύτας ἀμφιβολίας, ἄρχων τις τοῦ εἶπεν· «Ἐὰν φανερώσῃς τὰς ὑποθέσεις σου εἰς τὸν θεῖον Λουκᾶν, δὲν θέλει σοῦ μείνει καμμία ἀμφιβολία εἰς τὸ τί πρέπει νὰ κάμῃς, ἀλλὰ θέλεις μάθει φανερὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶναι συμφέρον σου». Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ στρατηγός, εὐθὺς ἐπεμελήθη, καὶ συνηντήσας τὸν Ὅσιον ἤκουσεν ἀπὸ αὐτὸν τὸ συμφέρον του· διότι τοῦ εἶπεν ὁ Ὅσιος οὕτως ἁπλῶς· «Ὕπαγε, Κύρη στρατηγέ, εἰς Κωνσταντινούπολιν ἄνευ λύπης ἢ φόβου καὶ ὅλα τὰ στρεβλὰ καὶ δύσκολα θέλει μετατρέψει ὁ Θεὸς εἰς λεῖα καὶ εὔκολα· διότι καὶ Βασιλεὺς θέλει σὲ ἰδεῖ μὲ ἱλαρὸν ὄμμα καὶ πρὸς τούτοις θέλει σοῦ δώσει καὶ μεγαλυτέραν τιμήν· καὶ τὸ τέκνον σου θέλεις ἰδεῖ ἐλεύθερον ἀπὸ παντὸς πάθους». Ὁ στρατηγὸς ταῦτα ἀκούσας ἐκίνησεν εὐθὺς διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν, χωρὶς νὰ διστάσῃ τελείως εἰς τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου. Βλέπων δὲ ὅτι ἔγιναν ὅλα καθὼς τοῦ προεῖπεν ὁ Ὅσιος, ἐθαύμασε καὶ τὸ ἐκήρυττεν εἰς ὅλους.
Ἄλλος περίφημος ἄρχων Κρηνίτης καλούμενος, πηγαίνων ἐξουσιαστὴς τῆς Ἑλλάδος, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν Λάρισαν, ἤκουσε τὰ κατορθώματα τοῦ Ὁσίου καὶ ἐπόθησε νὰ τὸν ἴδῃ καὶ νὰ συνομιλήσῃ μετ’ αὐτοῦ. Ὅταν λοιπὸν ἔφθασεν εἰς τὰς Θήβας, ἔστειλεν ἀνθρώπους καὶ προσεκάλεσε τὸν Ὅσιον νὰ ὑπάγῃ πρὸς αὐτόν. Παρευθὺς τότε ἠκολούθησεν ὁ Ὅσιος τοὺς ἀπεσταλμένους καὶ πηγαίνων εὗρε τὸν ἄρχοντα καθήμενον εἰς τὴν τράπεζαν, διότι ἦτο ὥρα τοῦ γεύματος, ἐκάθισε δὲ εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ὁ Ὅσιος. Ὅταν ἠγέρθησαν ἀπὸ τὴν τράπεζαν ἠγέρθη καὶ ὁ Ὅσιος καὶ ἀνεχώρησε, χωρὶς νὰ ἀξιωθῇ νὰ ἀκούσῃ οὔτε ψιλὸν λόγον ἀπὸ τὸν ἄρχοντα, ὅστις τόσον θερμῶς τὸν εἶχε προσκαλέσει.