Διερχόμενος δὲ ὁ Γρηγόριος οὗτος τὰς Ἁγίας ἡμέρας τῆς Τεσσαρακοστῆς μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιον, δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τοῦ νὰ τὸν παρακαλῇ, νὰ κάμῃ δέησιν εἰς τὸν Θεὸν νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, τὴν ὁποίαν εἶχε, διότι ἦτο ἀρκετὰ ἀσθενὴς καὶ ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ τὸν στόμαχόν του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ὅσιος τοῦ ἔλεγεν, ὅτι τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι ὑπὲρ τὴν δύναμίν του, ὁ Γρηγόριος καὶ πονῶν καὶ ἐλπίζων, διότι ἐγνώριζε πόσην παρρησίαν ἔχει πρὸς τὸν Θεὸν ὁ Ἅγιος, δὲν ἔπαυεν, ἀλλ’ ἐπέμενε παρακαλῶν, ἕως ὅτου ὁ Ὅσιος, μὴ δυνάμενος πλέον νὰ τὸν ἐμποδίσῃ, τοῦ λέγει· «Ταπεινὲ Γρηγόριε, διὰ σὲ μὲ ἐγέλασαν αὐτὴν τὴν νύκτα οἱ δαίμονες καὶ δὲν γνωρίζω τί νὰ σοῦ εἰπῶ». Ὁ δὲ Γρηγόριος, πιστεύων ὅτι θείαν τινὰ ὀπτασίαν εἶδεν ὁ Ὅσιος καὶ ὄχι δαιμονικήν, τὸν παρεκάλει νὰ τὴν φανερώσῃ καὶ ὁ Ὅσιος τοῦ εἶπεν· «Μοὶ ἐφαίνετο, ὅτι ἔβλεπα ἄνδρα τινὰ φοβερόν, ὁ ὁποῖος ἵστατο πλησίον μου καὶ ἦτο στολισμένος μὲ χρυσᾶ καὶ λαμπερὰ ἐνδύματα, σὺ δὲ ἵστασο παράμερα καὶ εἶχες τοὺς ὀφθαλμούς σου προσηλωμένους εἰς ἐμὲ· ἐγὼ δὲ εἶπον πρὸς τὸν φανέντα δεικνύων σέ· «Ἐπειδὴ ἐκεῖνος μὲ ἐνοχλεῖ, σπλαγχνίσου αὐτὸν παρακαλῶ καὶ ἐλευθέρωσον καὶ ἐμὲ ἀπὸ τὴν ἐνόχλησιν, τὴν ὁποίαν μοῦ προξενεῖ». Ὁ δὲ φανεὶς εἶπεν· «Ἄφησε αὐτόν, διότι θέλει νὰ γίνῃ Μοναχός». Ἐγὼ δὲ τοῦ εἶπον· «Αὐτός, καθὼς βλέπεις, ἔγινε Μοναχός».
«Τοῦτο λέγων ἐγώ, τοῦ ἐδείκνυον μὲ τὸν δάκτυλόν μου τὸ σχῆμα σου. Τότε δὲ λέγει ἐκεῖνος· «Ἐγὼ σοῦ λέγω τὸ μέτρον τῆς Μοναδικῆς τελειότητος καὶ ὄχι τὸ σχῆμα»· τοῦτο δὲ εἶπε, διότι τὸ ἀληθινὸν σημεῖον τοῦ Μοναχοῦ δὲν δεικνύεται ἀπὸ τὰ σχήματα καὶ ἐνδύματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ πράγματα περισσότερον καὶ ἀπὸ τὴν προκοπὴν τῆς ἀρετῆς. Ἐὰν λοιπὸν καὶ ἡ σταύρωσις καὶ τὸ νὰ νεκρωθῇ, κανεὶς εἰς τὸν κόσμον εἶναι σημεῖον καθαρὸν τῆς πρὸς τὴν ἀρετὴν τελειότητος, φανερὸν εἶναι, ὅτι καὶ ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος φέρει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν τελειότητα καὶ εἶναι γυμνάσιον τελειότατον τῆς ἀρετῆς· ὥστε ἡ σωματικὴ ἀσθένεια ὠφελεῖ πολὺ εἰς τὸ νὰ καλλιεργῇ κανεὶς τὴν θέλησιν νὰ γίνῃ ἀληθινὸς Μοναχός, τοῦτο δὲ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐδήλωσεν ὁ φανείς, εἰπών· «Ἄφησε αὐτόν, διότι θέλει νὰ γίνῃ Μοναχός». Ὅθεν ὁ Γρηγόριος μετὰ ταῦτα δὲν εἶπεν ἄλλο τι, παρὰ μόνον ἔψαλλε τὸν τριακοστὸν ἔνατον ψαλμόν, ἤτοι τὸ «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου»! Ὅμως δὲν τὸν παρέβλεψεν ἕως τέλους ὁ Ἅγιος, ἀλλ’ ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον του εἰς σχῆμα ἰατροῦ καὶ προσεποιήθη ὅτι βάζει καυτήριον εἰς τὸν στόμαχόν του καὶ τοῦ εἶπε· «Πήγαινε, ταπεινὲ Γρηγόριε, ὑγίαινε καὶ ἄλλην φορὰν δὲν θέλει σὲ πονέσει ὁ στόμαχός σου ἀπὸ τὰ φαγητά». Τοῦτο δὲ ἔγινε καὶ ἔργον, τῇ ἀληθείᾳ, καθὼς ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος τὸ ἐμαρτύρησε.