κανεὶς μὲ ἱλαρότητα καὶ νὰ ἔχῃ Ἀβραμιαίαν ψυχήν, ὅταν ξενοδοχῇ, χωρὶς νὰ δεικνύῃ οὐδένα λυπηρόν, ἢ νὰ φειδωλεύεται, ἀλλὰ μὲ περισσοτέραν προθυμίαν νὰ δίδῃ αὐτός, παρὰ νὰ λαμβάνουν ἐκεῖνοι καὶ νὰ νικᾷ τὴν ἐντροπὴν τῶν ἐχόντων ἀνάγκην διὰ τῆς πλουσιοπαρόχου μεταδόσεως.
Καιρὸς εἶναι νὰ εἴπωμεν πῶς ὁ Ὅσιος ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ νησίον καὶ κατῴκησεν εἰς τὸ ὄρος Στείριον, εἰς το ὁποῖον εὑρίσκεται τώρα τὸ ἱερόν του λείψανον. Οἱ Χριστιανοί, οἵτινες κατέφυγον εἰς τὸ νησίον μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον, ἀφ’ οὗ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν πατρίδα των, ἐνθυμούμενοι τὰς εὐεργεσίας τὰς ὁποίας τοὺς ἔκαμεν ὁ Ἅγιος καὶ γνωρίζοντες πόσον μέγας ἦτο εἰς τὴν ἀρετήν, ἐπόθησαν νὰ τὸν ἔχουν πλησίον των. Ὅθεν μεταβάντες εἰς τὸ νησίον, τὸν παρεκίνησαν μὲ κάθε τρόπον καὶ τὸν ἐπῆραν εἰς τὸν τόπον τους, διὰ νὰ ἴδῃ μόνον αὐτὸν καὶ ἂν δὲν τοῦ ἀρέσῃ νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ πάλιν εἰς τὸ νησίον. Βλέπων δὲ ὁ Ὅσιος τὸν τόπον, ὅτι ἦτο ἥσυχος, εὐκραής, χαροποιός, ἀνενόχλητος ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ πλούσιος ἀπὸ ὕδατα, προέκρινε νὰ κατοικήσῃ εἰς αὐτόν. Καθαρίζει λοιπὸν τὸ γύρωθεν μέρος τῆς πηγῆς ἀπὸ τοὺς θάμνους καὶ καλλιεργῶν τὸν τόπον, ἐφύτευσε διάφορα δένδρα καὶ ἔκαμεν αὐτὸν ὡραιότατον καὶ χαριέστατον ὡς κῆπον. Τὸ κελλίον του ὅμως δὲν τὸ ἔκτισεν ἐκεῖ πλησίον, ἀλλὰ μακράν, διὰ νὰ μὴ εἶναι φανερὸν εἰς τοὺς πολλούς· καὶ ὁ σκοπός του ἦτο νὰ ἀποκόπτῃ πάντοτε τὴν κενὴν δόξαν καὶ νὰ εἶναι διὰ τοὺς ἀνθρώπους ὡς νεκρὸς καὶ ὄχι ὡς ζῶν. Ὁ δὲ φθονερὸς διάβολος δὲν ἔπαυε ἀπὸ τοῦ νὰ πολεμῇ καθ’ ἑκάστην τὸν Ὅσιον, πότε μὲ λογισμούς, πότε μὲ πειρασμοὺς πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ πότε μὲ σχήματα αἰσθητὰ καὶ φαντάσματα.
Μίαν φορὰν ἐφάνη ἐμπρὸς εἰς τὴν θύραν τοῦ κελλίου του εἰς σχῆμα μαύρου ἀνθρωπαρίου μικροῦ καὶ τοῦ εἶπε· «Μὲ ἔκαυσες, καλόγηρε, πλὴν ἀνάμεινον ὀλίγον καὶ θέλεις γνωρίσει φανερά, ποῖος γνωρίζει νὰ καίῃ δυνατώτερα». Ὁ δὲ Ὅσιος, κάμνων τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, εἶπε· «Καταργήσαι σε Κύριος», εὐθὺς δὲ ἐκεῖνος ἔγινεν ἄφαντος. Κατόπιν αὐτοῦ ἐπῆγεν εἰς τὸν Ὅσιον ὁ Μοναχὸς Γρηγόριος, ὁ φίλος καὶ γνωστὸς τοῦ Ἁγίου, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ὅσιος· «Σὲ συνήντησε καθ’ ὁδὸν ὁ Κονιδάριος» (μὲ τὸ ὄνομα τοῦτο συνήθιζεν ὁ Ὅσιος νὰ ὀνομάζῃ περιπαικτικῶς τὸν διάβολον)· ὁ δὲ Γρηγόριος ἀπορῶν εἶπε· «Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Κονιδάριος;». Ἀπεκρίθη ὁ Ὅσιος· «Ἕνας κοντὸς ἀράπης ἦλθε καὶ ἀπειλήσας, ὅτι μετ’ ὀλίγον ἔχει νὰ μὲ καύσῃ, ἀνεχώρησε». Τότε ἠννόησεν ὁ Γρηγόριος διὰ ποῖον λέγει καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ὅσιον· «Ὁ Θεός, Πάτερ, νὰ ἐλευθερώνῃ ἡμᾶς ἀπὸ τὰς παγίδας του, διὰ τῶν ἁγίαν σου εὐχῶν· διότι εἰς σὲ δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ τίποτε, ἀφ’ οὗ σὲ φυλάττει ὁ Θεός».