Ὅταν λοιπὸν εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον, τὸν προϋπήντησεν ὁ βασιλικὸς ἄνθρωπος καὶ προσφέρων εἰς αὐτὸν τὴν πρέπουσαν τιμήν, τοῦ εἶπεν, ὅτι αὐτὸς ἔπρεπε νὰ ὑπάγῃ πρὸς τὸν Ὅσιον, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μεγάλην του λύπην δὲν ἠδυνήθη· ὕστερα τοῦ διηγήθη τὴν κλοπὴν τῶν χρημάτων του. Ὁ δὲ θεῖος Λουκᾶς, διὰ νὰ καταπαύσῃ ὀλίγον τὴν λύπην τῆς ψυχῆς του καὶ διὰ νὰ δώσῃ καλὰς ἀρχὰς χαρᾶς εἰς αὐτόν, εἶπεν· «Ἂς δώσωμεν κατὰ τὸ παρὸν τὸ ὀφειλόμενον εἰς τὴν κοιλίαν χρέος νὰ συνευφρανθῶμεν μεταξύ μας καὶ δυνατὸς εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐπότισεν οἶνον κατανύξεως καὶ λύπης, νὰ μᾶς ποτίσῃ καὶ οἶνον εὐφροσύνης». Ἐδέχθη τὸν λόγον μετὰ χαρᾶς ὁ βασιλικὸς ἄνθρωπος καὶ ἐπρόσταξε τοὺς δούλους του καὶ ἡτοίμασαν τράπεζαν «ἐξ ἐναντίας τῶν θλιβόντων» αὐτὸν κατὰ τὸν θεῖον Δαυῒδ (Ψαλμ. κβ’ 5). Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφαγον ἀρκετά, συγχρόνως δὲ ἐνετρύφων καὶ εἰς τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Θεοῦ, ἐσήκωσεν ἔξαφνα τοὺς ὀφθαλμούς του ὁ Ὅσιος καὶ παρατηρῶν ἕνα ἐκ τῶν δούλων, οἱ ὁποῖοι παρεστέκοντο, τὸν ἐφώναξεν ἐξ ὀνόματος, προσκαλῶν αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ πλησίον του. Ἀφοῦ δὲ ἐκεῖνος ἐπλησίασεν εἰς τὸν Ὅσιον, τοῦ εἶπε· «Διατὶ ἠθέλησες νὰ προξενήσῃς θάνατον εἰς τὸν ἑαυτόν σου καὶ κίνδυνον εἰς τὸν αὐθέντην σου καὶ ἐτόλμησες νὰ κλέψῃς χρήματα βασιλικά; Πήγαινε γρήγορα νὰ τὰ φέρῃς, ἂν θέλῃς νὰ λάβῃς ἔλεος καὶ συγχώρησιν». Καθὼς ἤκουσεν ἐκεῖνος ταῦτα ἔμεινεν ἄφωνος, διότι τὸν ἤλεγχε καὶ ἡ συνείδησίς του καὶ προσπίπτων παρευθὺς εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου, ἐξωμολογήθη τὴν ἁμαρτίαν του καὶ ἐζήτησε συγχώρησιν, τὴν ὁποίαν λαβὼν ἐπῆγεν εὐθὺς καὶ ἔφερε τὰ χρήματα ὅλα παρουσίᾳ ὅλων τῶν παρόντων. Τώρα ἐννόησον, ἀγαπητέ, πόσα καλὰ ἠκολούθησαν εἰς ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ θαῦμα τοῦ Ὁσίου· ὁ λυπημένος ἐχαροποιήθη· ὁ ἁμαρτήσας διωρθώθη· τὸ ἔργον τοῦ σκότους ἐφανερώθη καὶ ἐπροξένησεν εἰς τὸ ἑξῆς ἐκκοπὴν τοῦ κακοῦ· ὁ διάβολος, ὁ αἴτιος παντὸς κακοῦ, κατῃσχύνθη καὶ ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ ἰδικοῦ του θεράποντος ἐδοξάσθη.
Ἐπῆγε μίαν φορὰν ὁ Ὅσιος εἰς τὸν θεοφιλῆ Ἀντώνιον, ὁ ὁποῖος ἦτο Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἔμπροσθεν τῆς πόλεως τῶν Θηβῶν (διότι συνήθιζεν ὁ Ὅσιος νὰ πηγαίνῃ εἰς ἄνδρας θεοφοβουμένους καὶ εὐλαβεῖς). Ἔτυχε δὲ τότε νὰ εἶναι ἀσθενὴς υἱός τις τοῦ πρώτου ἄρχοντος τῆς χώρας ἐκείνης ἀπὸ ἀσθένειαν θανατηφόρον καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἐλπὶς νὰ ζήσῃ. Παρεστέκοντο λοιπὸν οἱ γονεῖς του καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι λυπημένοι καὶ ἀνέμενον μετ’ ὀλίγον τὸν θάνατον αὐτοῦ.