«Ἀδελφέ, πρέπει νὰ λέγῃς καλὰ λόγια καὶ νὰ τρώγῃς καθὼς ἔφαγες καὶ χθές· διότι ἐκεῖνο τὸ προσφάγι τὸ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς διὰ τοὺς ξένους ἀδελφοὺς καὶ ὄχι δι’ ἡμᾶς· βέβαια, δὲν εἶναι ἀδύνατον εἰς τὸν Θεὸν νὰ θρέψῃ καὶ ἡμᾶς μὲ τοιαῦτα φαγητά, θὰ ἔπραττε δὲ τοῦτο ἂν ἦτο συμφέρον εἰς ἡμᾶς». Ταῦτα ἐκεῖνος ἀκούσας μετενόησε διὰ τὰ ἐνάντια λόγια, τὰ ὁποῖα εἶπε, καὶ προσπεσὼν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου ἐζήτησε καὶ ἔλαβε συγχώρησιν.
Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖ ὅπου κατῴκει ὁ Ὅσιος εἶχε πολλὴν ἐνόχλησιν, διότι καθ’ ἑκάστην ἐπήγαιναν εἰς αὐτὸν πολλοὶ καὶ ἐτάρασσον τὴν ἡσυχίαν του, ἠθέλησε νὰ ἀναχωρήσῃ καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλον τόπον ἐρημικώτερον. Ἀλλ’ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ κάμῃ τὸ ἰδικόν του θέλημα, διὰ τοῦτο ἔστειλε τὸν μαθητήν του Γερμανὸν εἰς τὴν Κόρινθον, πρὸς τὸν τότε περιβόητον διὰ τὴν ἀρετήν του καὶ σοφὸν διδάσκαλον Θεοφύλακτον, διὰ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ τὶ νὰ κάμῃ, ἐκεῖνος δὲ τοῦ ἐμήνυσεν, ὅτι πρέπει νὰ κρατῇ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, εἰς τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ Θεός· «Ἀρσένιε, φεῦγε καὶ σῴζου» καὶ πάλιν· «Ἀρσένιε, φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε». Ταῦτα μαθὼν ὁ θεῖος Λουκᾶς ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ ὄρος Ἰωάννιτρα καὶ ἐπῆγεν εἰς ἄλλον ἥσυχον καὶ ὑγιεινὸν τόπον, Καλάμιον καλούμενον, ἔχων δὲ ἐκεῖ ἡσυχίαν πολλὴν καὶ ἀγωνιζόμενος, καθὼς ἐπόθει, ἔχαιρε καὶ ἠγάλλετο τῷ πνεύματι.
Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ Ὅσιος διῆλθεν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τρεῖς χρόνους, ἐπέδραμε κατὰ τῆς Ἑλλάδος τὸ γένος τῶν Ἀγαρηνῶν· διὰ τοῦτο ὁ Ὅσιος, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἐγχωρίους, ἐπῆγαν εἰς τὸ νησίον τὸ ὁποῖον ἦτο ἐκεῖ κοντά, τὸ ὀνομαζόμενον Ἀμπελὼν καὶ τὸ ὁποῖον μὲ τὸ νὰ ἦτο ἄνυδρον καὶ κατάξηρον ἔγινεν εἰς τὸν Ὅσιον γυμνάσιον ἀρετῆς καὶ τοῦ ἐπροξένησε καρποὺς ἀγαθούς, διότι ἐπήγαινε μὲ πλοιάριον καὶ ἔφερεν ὕδωρ, τὸ ὁποῖον διένεμεν εἰς τὸν λαόν· ὅταν εἶχεν οἶνον καὶ φαγητὰ τὰ ἔδιδεν εἰς τοὺς ἄλλους, ἐνίοτε δὲ ἐψάρευε καὶ ἐμοίραζε τὰ ὀψάρια εἰς αὐτούς. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι δὲν ἤλπιζον νὰ ἐλευθερωθῇ πλέον ἡ Ἑλλὰς ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ἐζητοῦσαν νὰ περάσουν εἰς τὴν Πελοπόννησον, ἀλλ’ ὁ Ὅσιος τοὺς ἠμπόδισε λέγων· «Νέφος τῆς ἀνοίξεως εἶναι αὐτό, ἀδελφοί, καὶ μετ’ ὀλίγον θὰ διαλυθῇ καὶ θὰ λάμψῃ πάλιν εἰς ἡμᾶς ἡ εἰρήνη. Πράγματι δὲ οὕτω καὶ ἐγένετο ὕστερον ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν καὶ ἠλευθερώθη ἡ Ἑλλὰς ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ἐπέστρεψαν δὲ οἱ ἄνθρωποι εἰς τὴν πατρίδα των. Ἔκαμε δὲ ὁ Ὅσιος εἰς τὸ νησίον αὐτὸ τρεῖς χρόνους καὶ πολλάκις δὲν εἶχεν οὔτε ἄρτον νὰ φάγῃ, οὔτε ὕδωρ νὰ πίῃ· διότι ὅταν ἐφυσοῦσαν ἄνεμοι σφοδροί, δὲν ἠδύνατο κανὲν πλοιάριον νὰ πλεύσῃ πρὸς τὴν Στερεάν, ὅθεν ἔμενεν ἀπὸ τὴν δίψαν καταφλεγόμενος.