ἔχων συμβοηθόν του εἰς τὴν παράκλησιν τὸν Ἡγούμενον· ὅθεν μόλις καὶ μετὰ βίας κατεπείσθη ὁ Ὅσιος καὶ σηκωθεὶς ὕψωσε τὰς χεῖρας του καὶ εἰς ἐπήκοον πάντων προσηύξατο ὑπὲρ τοῦ ἀσθενοῦς, μετὰ δὲ τὴν εὐχὴν ἐπῆγαν καὶ οἱ δύο εἰς τὸ Μοναστήριον. Τὸ πρωῒ ἀνεχώρησεν ὁ Ὅσιος διὰ τὸ ὄρος φεύγων τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, διότι προεγνώριζεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔμελλε νὰ κατορθώσῃ ἡ εὐχή του. Ὁ δὲ Ἡγούμενος, θέλων νὰ μάθῃ ἐὰν ὠφελήθη ὁ ἀσθενὴς ἀπὸ τὴν εὐχὴν τοῦ Ὁσίου, ἔστειλεν ἄνθρωπον διὰ νὰ ἐρωτήσῃ καὶ ὁ σταλείς, ἐπιστρέψας, εἶπεν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα καὶ νὰ τὰ εἴπῃ κανεὶς εἶναι φοβερὸν καὶ πάλιν νὰ τὰ σιωπήσῃ εἶναι φθονερὸν καὶ κακότροπον, διότι εὗρε τὸν πρὸ ὀλίγου μετὰ τῶν νεκρῶν λογισθέντα νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν οἶκον του ἔφιππος καὶ νὰ πηγαίνῃ εἰς τὸ λουτρὸν ὑγιέστατος.
Ἄλλην φοράν, ψάλλων τὸν Ὄρθρον ὁ Ὅσιος μὲ τοὺς παρευρισκομένους μετ’ αὐτοῦ ἀδελφούς, ὅταν ἔφθασε πλησίον εἰς τὸ τέλος, εἶπεν εἰς τὸν τραπεζάρην· «Ἐπιμελήσου, τέκνον, νὰ μαγειρεύσῃς φαγητὸν καὶ νὰ τὸ ἑτοιμάσῃς διὰ τοὺς ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔρχονται». Ὁ δὲ τραπεζάρης ἤναψε φωτιάν, ἔχων ὅμως ἀπορίαν, ποῖοι ἆρα γε ἐπρόκειτο νὰ ἔλθουν, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ὅσιον καὶ τοῦ εἶπε· «Διατὶ μὲ ἐπρόσταξες νὰ ἑτοιμάσω τράπεζαν χωρὶς νὰ εἶναι κανείς; Καὶ ποῖος ἦλθε καὶ σοῦ εἶπεν, ὅτι ἔρχονται ἀδελφοὶ καὶ ποῖοι εἶναι αὐτοί;». Ὁ δὲ Ὅσιος προσεποιήθη, ὅτι δὲν γνωρίζει καὶ τοῦ εἶπε· «Συγχώρησόν μοι, τέκνον, ὅτι ἐπλανήθην ἀπὸ τοὺς δαίμονας καὶ σοῦ τὸ εἶπον». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Μοναχὸς ἠμέλησε καὶ δὲν ἡτοίμασε τίποτε. Ὅταν ἐξημέρωσεν, ἦλθον ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί, διὰ τοὺς ὁποίους προεῖπεν ὁ Ὅσιος· βλέπων δὲ αὐτοὺς ὁ Μοναχὸς κατηγόρησε τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄπιστον καὶ ἐθαύμασε τὸν Ὅσιον διὰ τὸ προορατικὸν τὸ ὁποῖον εἶχεν· ὡς τόσον ἐμαγείρευσε φαγητὸν διὰ τοὺς ξένους, ἐκράτησεν ὅμως κρυφίως καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του μέρος τι, ἀλλὰ δὲν διέλαθε τὸν Ὅσιον, ὁ ὁποῖος ἀποστείλας αὐτὸν νὰ φέρῃ ὕδωρ, ἔλαβε τὸ φαγητὸν καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὴν τράπεζαν μαζὶ μὲ τὸ ἄλλο καὶ τὸ ἔφαγαν οἱ ξένοι ἀδελφοὶ καὶ εὐφρανθέντες ἀνεχώρησαν.
Ὅταν δὲ ὁ τραπεζάρης ἠθέλησε νὰ φάγῃ, ἐπειδὴ δὲν εὗρε τὸ φαγητόν, τὸ ὁποῖον ἐφύλαξε διὰ τὸν ἑαυτόν του, ἀδημονοῦσε πολὺ καὶ κατηγόρει τὸν Ὅσιον, ὅτι τὸν ἠδίκησε, λέγων· «Δεν εἶμαι καὶ ἐγὼ ἄξιος δι’ ὀλίγον φαγητὸν καθὼς καὶ οἱ ξένοι; καὶ ἐὰν σὺ δὲν χρειάζεσαι νὰ φάγῃς προσφάγιον, διατὶ τὸ ὑστερεῖς καὶ ἀπὸ ἡμᾶς οἱ ὁποῖοι τὸ χρειαζόμεθα;». Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε πρὸς αὐτὸν μὲ ἱλαρότητα·