ὄχι διότι δὲν χρειάζεται, ἀλλὰ διότι δὲν εὐαρεστεῖται εἰς αὐτό. Ὅθεν μὲ πόνον τῆς καρδίας του εἶπε πρὸς αὐτόν· «Διατὶ τοιουτοτρόπως ἀπεστράφης ἐμὲ καὶ τὸ δῶρον μου; Καὶ ἐγὼ Χριστιανὸς εἶμαι, ἂν καὶ ἁμαρτωλός, καὶ Ἐπίσκοπος, ἂν καὶ ἀνάξιος· πῶς λοιπὸν σύ, ὅστις εἶσαι μιμητὴς εἰς πάντα τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἠκολούθησες εἰς τοῦτο τὴν μίμησιν Ἐκείνου; Διότι αὐτὸς ἐδέχετο τὰς προαιρέσεις καὶ δωρεὰς ἐκείνων, οἵτινες ἤθελαν νὰ τὸν δεξιωθοῦν καὶ μάρτυς τούτων τὸ γλωσσόκομον· ἐὰν δὲ σὺ δὲν χρειάζεσαι τὸ δῶρον μου, δός το εἰς ἄλλον ὅστις τὸ χρειάζεται· τώρα δέ, κατὰ τὴν γνώμην σου, φαίνεται ὅτι ἡ ἐντολὴ τῆς ἐλεημοσύνης εἶναι μάταιον καὶ ἄλογον πρᾶγμα καὶ μὲ τοιοῦτον τρόπον βλάπτεις τὴν φιλόθεον καὶ φιλάνθρωπον γνώμην καὶ διὰ νὰ μὴ πολυλογῶ, ἀνατρέπεις μίαν εὐγενῆ πρᾶξιν, ἥτις δύναται εἰς τὸν αἰττὸν καιρὸν νὰ παρηγορῇ τὴν πτωχείαν καὶ νὰ γίνεται εἰς πολλοὺς ὁδὸς σωτηρίας».
Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ Ὅσιος, δὲν ἠναντιώθη πλέον διὰ νὰ μὴ λογισθῇ ὡς ὑπερήφανος καὶ διὰ νὰ μὴ προξενήσῃ λύπην εἰς τὸν Ἀρχιερέα, ἀλλὰ ἔλαβε το δῶρον τὸ ὁποῖον τοῦ ἔδωκεν, εἰς ἀνταπόδοσιν δὲ τοῦ ἔδωκε τὸν πλοῦτον τῶν εὐχῶν του· ἔπειτα ἠρώτησεν αὐτὸν μὲ πολλὴν ταπεινοφροσύνην· «Εἰπέ μοι, Δέσποτα, μὲ ποῖον τρόπον νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ θεῖα Μυστήρια ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι διὰ τὰς ἁμαρτίας μας εὑρισκόμεθα εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰς ἐρημίας; Διότι εἴμεθα ἐστερημένοι ὄχι μόνον ἀπὸ θείαν ἱερουργίαν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Ἱερέα». Ὁ δὲ Ἀρχιερεύς, ἐπαινῶν τὸν Ὅσιον διὰ τὴν ἐρώτησιν ταύτην, εἶπεν· «Ὦ Πάτερ, καλῶς καὶ διὰ καλὸν καὶ καλώτατον πρᾶγμα ἠρώτησας· ὅτι τὸ καλὸν δὲν εἶναι καλόν, ἐὰν μὴ καλῶς γένηται· πρέπει λοιπὸν κυρίως μὲν νὰ ὑπάρχῃ Ἱερεύς, διὰ νὰ σοῦ μεταδώσῃ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ Ἱερεὺς, κατ’ ἀνάγκην πρέπει νὰ βάλῃς ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν τὸ ἀρτοφόριον, τὸ ὁποῖον ἔχει μέσα τὰ προηγιασμένα Μυστήρια, ἐὰν εἶναι Ἐκκλησία· ἐὰν δὲ εἶναι κελλίον, νὰ τὸ βάλῃς ἐπάνω εἰς τραπέζιον καθαρώτατον, ἁπλώνων μικρὸν κάλυμμα καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸ νὰ προτίθενται αἱ μερίδες τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων· ἔπειτα νὰ θυμιάσῃς καὶ νὰ εἴπῃς τοὺς ψαλμοὺς τῶν Τυπικῶν, τὸ Τρισάγιον καὶ τὸ Πιστεύω καὶ νὰ κάμῃς τρεῖς μετανοίας καὶ σταυρώνων τὰς χεῖρας σου, νὰ μεταλάβῃς τὰ θεῖα Μυστήρια μὲ τὸ στόμα σου, λέγων τὸ Ἀμήν· ἀντὶ νάματος νὰ πίνῃς ὀλίγον οἶνον, πλὴν ὅμως τὸ ποτήριον τὸ ὁποῖον θὰ χρησιμοποιήσῃς νὰ μὴ μεταχειρίζεσαι εἰς χρῆσιν ἄλλου τινὸς πράγματος· τὰς δὲ λοιπὰς μερίδας νὰ συμμαζέψῃς μὲ τὸ κάλυμμα μέσα εἰς τὸ ἀρτοφόριον, προσέχων καλῶς νὰ μὴ πέσῃ κάτω Μαργαρίτης τις καὶ πατηθῇ». Ἀκούσας ταῦτα ὁ Ὅσιος ηὐχαρίστησε μεγάλως τὸν Ἀρχιερέα.