Ὅταν λοιπὸν συνέλαβε τὴν σκέψιν αὐτὴν ὁ Ὅσιος, ἔστειλεν ὁ Στυλίτης, ὅστις εὑρίσκετο εἰς τὸν Ζεμενόν, ἄνθρωπον, ἐπὶ τούτῳ εἰς τὸν Ὅσιον, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ πρὸς αὐτόν, διὰ νὰ τὸν ἔχῃ συγκάτοικον καὶ ἂν τοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ὑπηρετῇ. Ὁ Ὅσιος, δεξάμενος τὸν λόγον τοῦτον μετὰ χαρᾶς, ἐπειδὴ ἀγαποῦσε περισσότερον νὰ ὑποτάσσεται παρὰ νὰ ὑποτάσσῃ, διότι τοῦτο εἰς τοὺς νέους εἶναι ὠφελιμώτερον καὶ μάλιστα διότι ἤξευρε πόσον εἶναι τὸ κέρδος τὸ ὁποῖον προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑποταγὴν καὶ τὴν ταπείνωσιν, ἐπῆγεν εἰς τὸν Στυλίτην διὰ νὰ τὸν ὑπηρετῇ καὶ ἀπὸ τότε ἐφρόντιζεν ὁ τρισμακάριστος νὰ τοῦ προσφέρῃ πᾶσαν ὑπηρεσίαν, διότι ἐνόμιζε μεγάλην ἀτιμίαν καὶ ζημίαν τὸ νὰ ἀφήσῃ ἄλλον νὰ τὸν ὑπηρετῇ· διὰ τοῦτο καὶ ξύλα ἔφερε καὶ ὕδωρ καὶ τὴν τράπεζαν, ἐπεμελεῖτο καὶ τὸ μαγειρεῖον καὶ τὰ δίκτυα συνέρραφε καὶ ἡλίευε καὶ ὅλα τὰ ἔκαμνεν, ὄχι ἕνα χρόνον καὶ δύο καὶ τρεῖς, ἀλλὰ δέκα ὁλοκλήρους χρόνους, μιμούμενος τὴν ταπείνωσιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦλθε, καθὼς λέγει μόνος, διὰ νὰ διακονήσῃ καὶ ὄχι νὰ διακονηθῇ· ὄχι δὲ μόνον τοιαύτην ὑποταγὴν ἐδείκνυεν εἰς τὸν Στυλίτην ὁ Ὅσιος, ἀλλὰ καὶ τόσην ἀγάπην εἶχε πρὸς αὐτόν, ὥστε ὑπερέβαινε τὴν ἀγάπην σαρκικοῦ υἱοῦ πρὸς πατέρα.
Ὅθεν μίαν φοράν, ἀκούσας, φιλοκατήγορόν τινα, ὅστις ὕβριζε καὶ κατηγόρει τὸν Γέροντά του, τόσον ἐλυπήθη καὶ πρὸς τόσον ζῆλον ἐθερμάνθη, ὥστε ὡσὰν νὰ ἐλησμόνησε τὸ σιωπηλὸν καὶ κόσμιον καὶ τὴν πολλὴν ἐκείνην ἐντροπὴν καὶ ἡμερότητα, τὴν ὁποίαν εἶχε, μετεχειρίσθη λόγους σκληροὺς ἐναντίον τοῦ φιλοκατηγόρου καὶ ἀναισχύντου ἐκείνου διὰ τῆς εὐπαιδεύτου καὶ εὐκαίρως κινηθείσης γλώσσης του, ἵνα σωφρονίσῃ τὴν αὐθάδη καὶ διαβολικὴν γλῶσσαν ἐκείνου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἦτο ἀπάνθρωπος καὶ σκληρὸς καὶ εἶχε πάθη ὄχι μικρὰ καὶ εὐκολοϊάτρευτα, ἐχρειάζετο νὰ λάβῃ καὶ ἄλλην περισσοτέραν παίδευσιν καὶ ἀκούσατε: Μὴ ὑποφέρων οὗτος τοὺς ἐλέγχους τοὺς ὁποίους τοῦ ἔκαμεν ὁ Ὅσιος, ἐρράπισε μὲ τὴν μικρὰν χεῖραν του τὸν ἡγιασμένον, παρευθὺς ὅμως τότε ἐρραπίσθη καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν δαίμονα καὶ πεσὼν κατὰ γῆς ἐσπαράττετο καὶ ἤφριζε, τὸ δὲ φοβερώτερον καὶ πολλῶν δακρύων ἄξιον καὶ ἀρκετὸν νὰ φοβίσῃ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν κρατοῦν τὴν γλῶσσαν των, ἦτο ὅτι ἔμεινεν ὁ ἄθλιος ἐκεῖνος ἕως τέλους τῆς ζωῆς του δαιμονιζόμενος καὶ ὑπὸ τοῦ σατανᾶ παιδευόμενος εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ὡς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, διὰ νὰ σωθῇ ἡ ψυχή του. Καὶ τὸ αἴτιον ἦτο ὅτι αὐτὸς ἐνῷ ἔπρεπε νὰ εἶναι διδάσκαλος τῶν ἄλλων καὶ σωφρονιστὴς (διότι ἦτο Ἱερεὺς) καὶ νὰ συμβουλεύῃ τοὺς ἄλλους μὲ τὸν λόγον καὶ τὴν ζωήν του, ἐκεῖνος ἦτο τόσον ἀσύνετος, ὥστε ἔγινε καὶ εἰς τοὺς ἄλλους παράδειγμα ψυχικῆς βλάβης καὶ καταισχύνη φανερὰ τοῦ ἱεροῦ ἀξιώματος.