Ἡ στάσις αὕτη τοῦ ἄρχοντος ἐλύπησε τὸν Ὅσιον, ὄχι διὰ τὸν ἑαυτόν του, διότι ποῖος ἄλλος ἀγαποῦσε τὴν ταπείνωσιν ὅσον αὐτός; ἀλλὰ δι’ ἐκεῖνον ὅστις κατεφρόνησε τόσον τὸ σεβάσμιον σχῆμα καὶ ὄνομα τῶν Μοναχῶν· ἀναχωρῶν δὲ εἶπεν εἰς ἕνα ὑπηρέτην τοῦ ἄρχοντος· «Νὰ ἀπολαύσῃς, ἀδελφέ, ζωὴν καὶ σωτηρίαν, νὰ εἰπῇς εἰς τὸν αὐθέντην σου, χωρὶς νὰ συσταλῇς, ἐκ μέρους μου ταῦτα: Διατὶ μὲ ἔκαμε νὰ ἀφήσω τὸ κελλίον μου καὶ νὰ ἔλθω ἐδῶ; καὶ διατὶ ἔγινεν αἴτιος νὰ λάβω τόσους κόπους ματαίους, διατὶ ἠνάγκασε τὸν φιλέρημον νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν πολιτείαν καὶ δὲν μὲ ἠξίωσεν οὐδὲ λόγου ἁπλοῦ οὐδὲ χαιρετισμοῦ, οὔτε ἄλλο τι ἔπραξεν, ἀπὸ ὅσα πρέπει νὰ πράξῃ ἕνας φιλάρετος καὶ ὀλίγον εὐλαβὴς ἄνθρωπος; Ἢ τάχα διὰ τοῦτο μόνον μὲ ἐκάλεσε, διότι ἐνόμισεν ὅτι ἀγαπῶ τὴν ἀπόλαυσιν τῆς τραπέζης του; Μὲ ποῖα δὲ πνευματικὰ λόγια, ἢ μὲ ποίας ὠφελίμους ἀναγνώσεις μᾶς ηὔφρανεν εἰς τὴν τράπεζάν του, παρὰ μᾶς ἐγέμισεν ἀπὸ γέλωτας καὶ διεφθαρμένους λόγους; Καὶ τί εἴδους ἔδειξε τὸν ἑαυτόν του εἰς τοὺς φιλευομένους; Διατὶ δὲν ἐκάθητο εἰς κάθισμα μὲ εὐσχημοσύνην καὶ εὐταξίαν, ἀλλὰ ἦτο ὕπτιος (ἀνάσκελα) ἐπάνω εἰς τὸ στρῶμα καὶ οὔτε ζώνην ἐφόρει εἰς τὴν μέσην, ἀλλὰ τὴν εἶχεν ἐρριμμένην μακρὰν καὶ δὲν διέφερε τίποτε ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς; Ἆρά γε αὐτὰ ὅλα εἶναι ἴδια τῶν Χριστιανῶν ἐκείνων, οἵτινες ἔχουν εἰς τὸν νοῦν των τὸν Θεόν, καὶ ἀγαποῦν τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς των;».
Ταῦτα εἶπεν ὁ Ὅσιος εἰς τὸν ὑπηρέτην, διὰ νὰ τὰ εἴπῃ ὅλα εἰς τὸν ἄρχοντα, αὐτὸς δὲ ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἔμπροσθεν τῆς πόλεως, πρὸς τὸν προρρηθέντα Ἀντώνιον· ὁ δὲ ὑπηρέτης εἶπε ταῦτα πάντα εἰς τὸν στρατηγὸν καὶ παρευθὺς ἐκεῖνος ἀντελήφθη ὅτι δὲν ἐφέρθη εἰς τὸν Ὅσιον καθὼς ἔπρεπε καὶ κατηγόρει τὸν ἑαυτόν του, ὅτι ἦτο ἀμελὴς εἰς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶναι σπουδῆς ἄξια, ἐπειδὴ ἦτο τῇ ἀληθείᾳ ἄνθρωπος, ταπεινὸς καὶ ἥμερος· ὅθεν ἱππεύσας τὸν ἵππον του ἐπῆγεν εἰς τὸν Ὅσιον χωρὶς νὰ πάρῃ μαζί του ὑπηρέτας, καὶ πρῶτον μὲν ὡμολόγησε μὲ θερμότητα καὶ πόνον τῆς καρδίας του τὸ σφάλμα, τὸ ὁποῖον ἔκαμε, ζητήσας καὶ λαβὼν τὴν συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Ὅσιον, εἶπε δὲ εἰς τοὺς παρευρεθέντας νὰ ἐξέλθουν τοῦ κελλίου. Ἀφοῦ δὲ συνωμίλησε μὲ τὸν Ὅσιον ἕως τὸ ἑσπέρας τόσον θερμῶς καὶ ἀγαπητικῶς οἰκειοποιήθη μαζί του, ὥστε ἐκολλήθη ἡ ψυχή του ὀπίσω του, διὰ νὰ εἰπῶ τὸν λόγον τοῦ Δαυΐδ, καὶ δὲν ἤθελε νὰ μείνῃ μακρὰν ἀπὸ τὸν Ὅσιον οὔτε ὀλίγην ὥραν· διὰ τοῦτο καὶ εἰς ἑκάστην ἀνάγκην τοῦ Ὁσίου τὸν ἐβοήθει προθυμότατα· καὶ εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας συνήργησε καὶ ἐξώδευσεν·