Ὁ αὐτὸς ὑποτακτικὸς τοῦ Ὁσίου Παγκράτιος ἔλεγεν, ὅτι εἰς καιρὸν κατὰ τὸν ὁποῖον κατέτρεχαν τὰ ἔθνη τοὺς τόπους ἐκείνους, ἐφύγαμεν ἐγὼ μετὰ τοῦ Πνευματικοῦ μου Πατρὸς καὶ ἐκρύφθημεν καὶ οἱ δύο ἐντὸς σπηλαίου· δύο δὲ γυναῖκες φεύγουσαι ἦλθον πρὸς ἡμᾶς, ὅταν ἔδυεν ὁ ἥλιος· λυπούμενος δὲ ὁ Ὅσιος αὐτὰς διὰ τὴν φυγὴν καὶ τὸ ψῦχος τοῦ χειμῶνος ὅπου ἦτο, τὰς ἐδέχθη καὶ τὰς ἐπεριποιήθη κατὰ τὸ δυνατόν. Ὅταν δὲ ἦτο ἡ ὥρα τοῦ ὕπνου, ἐπρόσταξεν ἐμὲ νὰ κοιμηθῶ εἰς τὴν μίαν ἄκραν τοῦ σπηλαίου, αὐτὸς δὲ ἐκοιμήθη εἰς τὴν ἄλλην, ἐκείνας δὲ ἐπρόσταξε νὰ κοιμηθοῦν εἰς τὸ μέσον. Καθὼς δὲ τὸ παιδίον ἐγγίζει εἰς τὴν μητέρα του, ἢ ὅπως ἐγγίζει κανεὶς εἰς πέτρας, ἢ ξύλα, χωρὶς νὰ τοῦ ἔλθῃ κανένας λογισμὸς σαρκικός, τὸ ἴδιον εὑρίσκετο καὶ ἐκεῖνος εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ἀπαθείας.
Ἄλλος μαθητὴς τοῦ Ὁσίου, Θεοδόσιος ὀνομαζόμενος, εἶχεν ἀδελφὸν κοσμικόν, σπαθάριον εἰς τὸ ἀξίωμα, Φίλιππον ὀνόματι, ὁ ὁποῖος ἐπήγαινε συχνὰ εἰς τὸν Ὅσιον. Μίαν δὲ φορὰν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκίνησεν ὁ Φίλιππος πρὸς ἐπίσκεψίν των κατὰ τὸ σύνηθες, εἶπεν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Θεοδόσιον· «Ἑτοίμασον τὰ πρὸς ὑποδοχήν, διότι ἔρχεται ὁ ἀδελφός σου νὰ δειπνήσῃ μεθ’ ἡμῶν». Ὁ Θεοδόσιος ἀκούσας τοῦτο ἐχάρη ὁμοῦ καὶ ἐθαύμασε διὰ τὸ προορατικὸν τοῦ Ὁσίου, ἀναμένων δὲ τὸν ἀδελφόν του ἔβλεπε τοὺς δρόμους. Ὅταν ἦλθεν ἡ ἑσπέρα, ἔφθασε καὶ ὁ Φίλιππος, φέρων μαζί του πολλὴν ἑτοιμασίαν τῶν ἀναγκαίων. Ἡτοιμάσθη λοιπὸν ἡ τράπεζα καὶ ἐκάθησαν ὅλοι εἰς αὐτὴν ὁμοῦ μὲ τὸν Ὅσιον καὶ ἔφαγαν ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, τὰ ὁποῖα ἦσαν, ὅλοι ὁμοίως, διὰ τὴν κοινὴν ἀγάπην, ἀφ’ οὗ δὲ ἔφαγαν καὶ ἀνέγνωσαν τὸ ἀπόδειπνον, ἐπῆγαν νὰ κοιμηθοῦν. Ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγην ὥραν τοὺς ἐξύπνησεν ὁ Ὅσιος διὰ τὸν Ὄρθρον καὶ οἱ μὲν ἄλλοι ἀνεγίνωσκον τὸν Ὄρθρον, ὁ δὲ Θεοδόσιος γνωρίζων ὅτι ὁ ἀδελφός του ἦτο ἀσυνήθιστος εἰς τὴν ἀγρυπνίαν καὶ τὴν ὀρθοστασίαν, τὸν ἄφησε νὰ κοιμηθῇ ἕως ὅτου νὰ τελειώσουν οἱ ὕμνοι τοῦ Ὄρθρου καὶ ἡ ἀνάγνωσις τοῦ Ψαλτηρίου.
Ἀλλ’ ὁ Φίλιππος δὲν ἠδύνατο νὰ κοιμηθῇ ἀπὸ τοὺς λογισμούς, διότι ἤρχισε νὰ ὑπολαμβάνῃ, ὅτι ὁ Ὅσιος εἶναι φάγος καὶ οἰνοπότης καὶ ὑποκρίνεται, ὅτι εἶναι εὐλαβής, διὰ νὰ πλανᾷ τοὺς ἀνθρώπους· οἱ λογισμοὶ δὲ αὐτοὶ ἦσαν κυρίως ἐκ συνεργείας τοῦ διαβόλου, ὅστις σπείρει τὰ πονηρὰ ζιζάνια εἰς τὰς ψυχάς μας· ἦσαν ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν μικροπρεπῆ καὶ ἄνανδρον διάνοιαν ἐκείνου, ἡ ὁποία ἔκρινε τὰ πάντα ἀπὸ μόνα ἁπλῶς τὰ φαινόμενα καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ συλλογισθῇ καὶ κανένα ἄλλο μεγαλύτερον καὶ ὑψηλότερον οὔτε νὰ σκεφθῇ, ὅτι ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ὁσίουεἰς τὸ φαγητὸν δὲν ἦτο σημεῖον γαστριμαργίας, ἀλλὰ μεγαλυτέρας τινὸς οἰκονομίας