Ἀφ’ οὗ παρῆλθον ἓξ μῆνες ἀπὸ τὴν μακαρίαν τοῦ Ἁγίου κοίμησιν, Μοναχός τις εὐνοῦχος, καταγόμενος ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Παφλαγόνων [4], Κοσμᾶς καλούμενος, θέλων νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Γαλλίαν, διῆλθεν ἀπὸ τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ σταθεὶς ἐκεῖ διὰ νὰ ἀναπαυθῇ ὀλίγον, εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον του ὅραμα, τὸ ὁποῖον διηγούμενος εἰς τοὺς ἐντοπίους, ἤκουσεν ἀπὸ ἐκείνους, ὅτι ἐκεῖ ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ μείνῃ καὶ διὰ τοῦτο οἰκονόμησεν ὁ Θεὸς νὰ διέλθῃ ἐκεῖθεν. Ὁ Μοναχὸς χωρὶς νὰ διστάσῃ τελείως, ἐπῆγεν εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου, ὡσὰν νὰ τὸν ὡδήγει ἀόρατος χεὶρ καὶ βλέπων τὸ ἥσυχον καὶ χαριέστατον τοῦ τόπου, ὑπεσχέθη εἰς τὸν Θεὸν νὰ κατοικήσῃ ἐκεῖ. Παρευθὺς ἤρχισε νὰ ἐπιμελῆται τὸν τάφον τοῦ Ὁσίου καὶ ὑψώσας αὐτὸν ἀπὸ τὴν γῆν τὸν ηὐτρέπισε μὲ πλάκας, πέριξ δὲ αὐτοῦ κατεσκεύασε κιγκλίδωμα (κάγκελλα) διὰ νὰ μὴ καταπατῆται ἀπὸ τοὺς διερχομένους, ἐκτὸς ἐκείνων μόνον οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ πλησιάσουν εἰς αὐτὸν χάριν εὐλαβείας.
Μετὰ παρέλευσιν δύο ἐτῶν μαθηταί τινες τοῦ Ὁσίου, βλέποντες τὰς ἰατρείας καὶ τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἀνέβλυζον ἀπὸ τὸν τάφον τοῦ Ὁσίου καθ’ ἑκάστην καὶ κρίνοντες τὸν ἑαυτόν των, ὅτι δὲν εἶναι τέκνα καλὰ πατρὸς καλοῦ, ἐὰν δὲν ἀποδώσουν εἰς αὐτὸν καὶ μετὰ τὸ τέλος τὸ χρέος, τὸ ὁποῖον πρέπει εἰς τὸν Πνευματικόν των Πατέρα, προθυμοποιοῦνται εἰς τὸ νὰ κτίσουν Ναὸν καὶ κελλία· καὶ πρῶτον μὲν ἐπεράτωσαν τὴν οἰκοδομὴν τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ὅστις ἦτο ἡμιτελὴς καὶ ηὐτρέπισαν αὐτὸν κατὰ δύναμιν· ἔπειτα ἔκτισαν καὶ κελλία καὶ οἴκους ἀρκετοὺς καὶ διαφόρους πρὸς χρῆσιν τοῦ κοινοῦ καὶ πρὸς ὑποδοχὴν τῶν ξένων. Μετὰ ταῦτα μετέβαλαν εἰς ἄλλο σχῆμα τὸ κελλίον, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου καὶ τὸ κατεσκεύασαν εὐκτήριον ὡραιότατον εἰς σχῆμα Σταυροῦ, ὥστε ἐξεπληρώθη ἡ πρόρρησις τοῦ Ὁσίου, τὴν ὁποίαν εἶπε διὰ τὸν τόπον ἐκεῖνον καὶ διὰ τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ προσέτρεχον εἰς αὐτόν, ἕνεκα τῶν θαυμάτων τὰ ὁποῖα θὰ ἐγίνοντο ἐκεῖ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν. Ἐκ τῶν θαυμάτων τούτων πρέπον εἶναι νὰ διηγηθῶμεν ὀλίγα εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ τοῦ Ὁσίου.
Γυνή τις εἶχεν ἀκινήτους καὶ παραλύτους τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας της καὶ δεν ἠδύνατο νὰ τὰ σαλεύσῃ τελείως, τὸ πλέον δὲ βαρύτερον εἰς αὐτὴν ἦτο ὅτι ὁ υἱός της, τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ ἔχῃ παρηγορίαν εἰς τὴν ἀσθένειάν της, ἔπασχε καὶ αὐτὸς ἀπὸ δαιμόνιον, συχνάκις δὲ ἐσπαράττετο κατὰ γῆς ἀπὸ τὸν μισόκαλον. Συμπονοῦντες λοιπὸν αὐτὴν οἱ συγγενεῖς της τὴν ἐφόρτωσαν εἰς ζῷον καὶ βαστάζοντες αὐτὴν