οἵτινες κατῴκουν εἰς τὰ περίχωρα καὶ μὲ ὅλον ὅτι ἦτο χειμὼν καὶ εἶχε πέσει χιὼν τόσον πολλή, ὥστε ἔκλεισαν οἱ δρόμοι, ἐν τούτοις δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐμποδίσῃ τίποτε ἐκείνους ἀπὸ αὐτά, ἀλλ’ ἔτρεχον ὅλοι πρὸς τὸν Ὅσιον καὶ ἵσταντο πλησίον του ἕως τὴν ἐνάτην ὥραν καὶ οὔτε νὰ φάγουν ἐνεθυμήθησαν, οὔτε νὰ ἐπιστρέψωσιν εἰς τὰς οἰκίας των, ἀλλ’ ἐπρόσεχαν εἰς τὸν Ἅγιον παρατηροῦντες τὸ ἱλαρὸν πρόσωπόν του καὶ ἀκούοντες τὴν γλυκυτάτην του φωνὴν καὶ τὰ τελευταῖα του λόγια καὶ δὲν ἤθελον νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ πλησίον του. Ἀπὸ τοῦτο ἂς σκεφθῇ ἕκαστος πόσην λύπην εἶχον διὰ τὸν μετὰ θάνατον χωρισμόν του καὶ ἔτρεχαν ὡσὰν ποταμοὺς τὰ δάκρυα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των, ἕως ὅτου τοὺς ἀπεχαιρέτησεν ὅλους καὶ τοὺς ηὐχήθη κάθε ἀγαθὸν καὶ οὕτως ἀνεχώρησαν βαρέως ἀναστενάζοντες. Τότε ὁ Ὅσιος, ἐρωτήσας τὸν Πρεσβύτερον Γρηγόριον, ὅστις παρίστατο πρὸς αὐτόν, τί ὥρα εἶναι καὶ ἀκούσας ὅτι πλησιάζει νὰ δύσῃ ὁ ἥλιος, ἐγνώρισεν ὅτι καὶ αὐτὸς ἔμελλε νὰ δύσῃ ὡς λαμπρὸς ἀστὴρ καὶ λέγει εἰς τὸν Γρηγόριον νὰ ἀναγνώσῃ γρήγορα τὸν ἑσπερινόν.
Μετὰ τὸν ἑσπερινὸν τὸν ἠρώτησεν ὁ Γρηγόριος ποῦ θέλει νὰ τὸν ἐνταφιάσωσι καὶ ὁ Ὅσιος τοῦ λέγει· «Δὲν ἐντρέπεσαι νὰ μὲ ἐρωτᾷς περὶ τούτου τί νὰ κάμῃς; Καὶ δὲν γνωρίζεις, ὅτι πρέπει νὰ μὲ δέσῃς μὲ σχοινίον ἀπὸ τοὺς πόδας καὶ νὰ μὲ ρίψῃς εἰς τὸ δάσος, διὰ νὰ μὲ φάγουν τὰ θηρία;». Ἀλλ’ ὁ Γρηγόριος, χωρὶς νὰ συσταλῇ, τὸν ἐπαρακαλοῦσε θερμῶς καὶ μετὰ δακρύων νὰ εἴπῃ ποῦ θέλει νὰ τὸν ἐνταφιάσουν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὴ κάμῃ τίποτε παρὰ τὴ γνώμην του. Τότε τοῦ εἶπεν ὁ Ὅσιος· «Εἰς τὸν τόπον τοῦτον ὅπου κείτομαι σκάψον καὶ θέλεις εὕρει τοῦβλα καὶ σηκώνων αὐτὰ ἀπόδος τὸ χῶμα εἰς τὸ χῶμα καὶ θάψον με, ἔπειτα βάλε ἀπὸ ἐπάνω πάλιν τὰ τοῦβλα, διότι ὁ Θεός, οἷς οἶδε κρίμασιν, ἔχει νὰ δοξάσῃ τὸν τόπον τοῦτον [3], ἕως τῆς συντελείας τοῦ κόσμου, διότι μέλλει νὰ συνάγωνται ἐδῶ πλῆθος Χριστιανῶν, νὰ δοξάζωσι τὸ ὄνομά του τὸ Ἅγιον». Ταῦτα εἰπὼν καὶ ἀσπασθεὶς τὸν Πρεσβύτερον καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἰπών, «Εἰς χεῖρας σου, Κύριε, παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου», παρέδωκε τὴν μακαρίαν του ψυχήν. Κατὰ δὲ τὴν πρωΐαν τῆς ἑπομένης καλέσας ὁ Γρηγόριος τοὺς πλησιοχώρους Χριστιανοὺς ἔσκαψε τὸν τόπον ἐκεῖνον καὶ εὑρὼν τὰ τοῦβλα, περὶ τῶν ὁποίων προεῖπεν ὁ Ἅγιος, ηὐτρέπισε τὸν τάφον ὅσον ἠδύνατο, ἀφοῦ δὲ ἀνέγνωσε τὰ συνηθισμένα ἐπιτάφια, ἐνεταφίασε τὸ ἱερὸν λείψανον, ὄχι διὰ νὰ μείνῃ ἐκεῖ κεκρυμμένος θησαυρὸς μόνον, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ εἶναι εἰς ὅλους τοὺς φιλοχρίστους κοινὴ ἀπόλαυσις· ἔπειτα ἔστρωσεν ἐπάνω τοῦ τάφου τὰ τοῦβλα καὶ τὸν ἄφησεν.