Μετ’ ὀλίγον καιρόν, ὁ μὲν πατὴρ τοῦ Ὁσίου τελευτήσας ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, ὁ δὲ μακάριος Λουκᾶς ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτόν του πρὸς τὸν οὐράνιον Πατέρα καὶ ἀφήνων τὴν φροντίδα τῶν ζῴων καὶ τῶν ἀγρῶν, κατεγίνετο εἰς μόνην τὴν προσευχὴν καὶ τὴν ἀνάγνωσιν καὶ μελέτην τῶν θείων Γραφῶν. Ὅτι δὲ ὁ Ὅσιος ἐπρόκοψεν εἰς τὴν θείαν προσευχήν, τὸ μαρτυροῦν καὶ ἄλλοι πολλοὶ καὶ μάλιστα ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία τὸν παρηκολούθησε πρὸς τοῦτο καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρακολουθήσεως αὐτῆς δὲν εἶναι μικρόν, ἀλλ’ ἐκπλήττει τὴν διάνοιαν τῶν ἀκουόντων. Θέλουσα ἐκείνη νὰ ἴδῃ μὲ τοὺς ἰδίους ὀφθαλμούς της τὰς νυκτερινὰς προσευχὰς τοῦ υἱοῦ της, ἐπῆγε νύκτα τινὰ ἐκεῖ κοντά, ὅπου ἐκάθητο ὁ Ὅσιος καὶ ἐκρύφθη μὲ τρόπον ἐπιτήδειον, ὥστε αὐτὴ νὰ βλέπῃ χωρὶς νὰ βλέπεται ἀπὸ ἄλλον. Ἐκεῖ εἶδε τὸ φοβερὸν θέαμα, καθὼς αὐτὴ ἡ ἰδία τὸ ἐβεβαίωνε μεθ’ ὅρκου· εἶδε τὸν υἱόν της, ὅταν προσηύχετο εἰς τὸν Θεόν, νὰ παρίσταται μὲ πολλὴν εὐλάβειαν καὶ συγκέντρωσιν τοῦ νοός του, οἱ δὲ πόδες του δὲν ἤγγιζαν τελείως εἰς τὴν γῆν, ἀλλ’ ἦσαν ὑψηλὰ ἀπὸ αὐτήν, ἕως ἕνα πῆχυν, καὶ τρόπον τινὰ ἀνέβαινε πρὸς τὸν Θεόν· τοῦτο τὸ φρικῶδες θέαμα εἶδεν ἡ μήτηρ του, ὄχι μίαν φοράν, οὐδὲ δύο, ἀλλὰ τρεῖς φοράς· εἶναι δὲ καὶ ἄλλοι τοῦ θαύματος τούτου μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι μὲ τοὺς ἰδίους των ὀφθαλμοὺς εἶδον τὸν Ὅσιον τοιουτοτρόπως προσευχόμενον καὶ τὸ ἀνήγγειλαν εἰς πολλούς.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος ἐπεθύμει ἀπὸ πολλοῦ νὰ ζήσῃ τὴν ἥσυχον ζωὴν τῶν Μοναχῶν, εὑρίσκων καιρὸν ἐπιτήδειον, ἐκίνησε διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Θεσσαλίαν· καθ’ ὁδὸν ὅμως τὸν συνέλαβον οἱ στρατιῶται, οἵτινες ἦσαν διωρισμένοι νὰ φυλάττουν, διὰ νὰ πιάνουν τοὺς δούλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι φεύγουν ἀπὸ τοὺς αὐθέντας των, καὶ νὰ τοὺς βάζουν εἰς τὰς φυλακάς. Αὐτοὶ λοιπὸν βλέποντες τὸν Ἅγιον ὅτι δὲν διέφερε σχεδὸν εἰς τίποτε ἀπὸ τοὺς φυγάδας δούλους, διὰ τὰ εὐτελῆ καὶ ἠμελημένα ἐνδύματα καὶ κινήματά του, τὸν ἐρωτοῦσαν τίνος δοῦλος εἶναι, πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· ὁ δὲ Ἅγιος τοὺς ἔλεγεν, ὅτι εἶναι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ καὶ πηγαίνει ἐκεῖ ὅπου ἔχει ὑποσχεθῆ εἰς τὸν Θεόν· ἐκεῖνοι νομίζοντες ὅτι κρύπτει τὸ ὅτι εἶναι δοῦλος καὶ προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἐξαπατήσῃ, τὸν ἐρράβδιζαν δυνατὰ διὰ νὰ εἰπῇ τίνος δοῦλος εἶναι. Ἐκεῖνος ὅμως, ἐπειδὴ ἦτο φιλαλήθης καὶ ἀληθινὰ μεγαλόψυχος, ἐσκέφθη, ὅτι εἶναι ἔργον μικροψυχίας τὸ νὰ εἰπῇ ψεύματα, ὅτι εἶναι δοῦλος τινός, διὰ νὰ μὴ τὸν ραβδίσουν· ὅθεν μετὰ τὸν ραβδισμὸν τὸν ἔβαλον εἰς τὴν φυλακήν. Διὰ τοῦ τρόπου τούτου ἐνόμιζεν ὁ διάβολος, ὅτι ἔκαμεν ἐκδίκησιν καὶ ἐτιμώρησε δῆθεν τὸν Ὅσιον, διότι ἐνῷ ἐκεῖνος ὁ μιαρὸς τὸν ἐπολέμει μὲ μεγάλην αὐθάδειαν διὰ μέσου τῶν λογισμῶν καὶ τῶν παθῶν, ὁ Ὅσιος ἀντεπολέμει αὐτὸν δυνατὰ καὶ τὸν ἐνίκα.