Ἐφύλαξες ἕως τώρα τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Παρέβης τοῦτον; Ναί. Ὄχι ἄλλο. Παραδειγματίσου ἀπὸ τον Ζηλωτὴν τοῦ Νόμου, τὸν Ἰωάννην. Ἄφησε ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τὴν παράβασιν τοῦ Νόμου καὶ μετανόησον διὰ τὴν παράβασιν τὴν ὁποίαν ἔκαμες. «Μετανοεῖτε! Ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ’ 2, αὐτόθι δ’ 17). Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος σοῦ τὸ λέγει. Ἐλθὲ εἰς μετάνοιαν. Κάμε ἔργα ἄξια τῆς μετανοίας. «Ποιήσατε οὖν καρποὺς, ἀξίους τῆς μετανοίας» (Ματθ. γ’ 8, Λουκ. γ’ 8). Ἀπὸ τὴν μελίρρυτον γλῶσσαν τοῦ Ἰωάννου σοῦ ἐκφωνεῖται καὶ τοῦτο. Αὕτη εἶναι Φωνὴ καὶ Στόμα τοῦ Χριστοῦ καὶ σκοπὸν ἄλλον δὲν ἔχει παρὰ νὰ ἑτοιμάσῃ λαὸν προοριζόμενον διὰ τὸν Χριστόν. Ἀκούεις λοιπὸν τῆς Φωνῆς καὶ τοῦ Στόματος τοῦ Χριστοῦ, νὰ μετανοήσῃς καὶ νὰ ἑτοιμάσῃς καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας; Τί λέγεις; Θέλει τάχα σεισθῆ ἡ καρδία σου ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἰωάννου καὶ θέλει μεταμεληθῆ διὰ τὴν ἁμαρτίαν, διὰ τὴν παράβασιν τοῦ Νόμου, ὥστε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ νὰ φυλάττῃ εἰς τὸ ἑξῆς τουλάχιστον, τὸν Νόμον; Θέλει τάχα γίνει ἔλαφος ἡ ψυχή σου καὶ καταρτιζομένη μὲ τοῦ Ἰωάννου τὴν διδαχήν, νὰ πηδᾷ πρὸς τὰ ἄνω καὶ νὰ φαντάζεται τὰ ὑψηλὰ καὶ οὐράνια;
Πῶς νὰ γίνῃ τοῦτο, ἀφοῦ, ποτὲ δὲν ἀφήνεις τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν πλεονεξίαν; Πῶς, ὅπου ποτὲ δὲν ἀφήνεις τὸν φθόνον κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου; Πῶς, ὅπου ποτὲ δὲν ἀφήνεις τὴν πορνείαν; Καὶ προκρίνεις, εἰπέ μου, τὴν ἀδικίαν, τὴν πλεονεξίαν, τὸν φθόνον κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου περισσότερον ἀπὸ τοὺς ψυχωφελεῖς τοῦ Ἰωάννου λόγους, τὸν ὁποῖον μάλιστα φαίνεσαι τάχα καὶ νὰ τιμᾷς καὶ νὰ πανηγυρίζῃς;
Προτιμᾷς μίαν Ἡρῳδιάδα, μίαν πτερωτὴν ἀσπίδα, ἕνα γέννημα ἀσπίδος με πήδημα πορνικὸν καὶ πλῆρες δηλητηρίου, ἀπὸ τὴν συμβουλὴν τοῦ Ἰωάννου; «Οὐκ ἔξεστί σοι» (Ματθ. ιδ’ 4, Μαρκ. ϛ’ 18). Δὲν ἐπιτρέπεται, λέγει, καὶ εἰς σὲ τώρα, καθὼς τότε εἰς τὸν Ἡρῴδην, νὰ ἔχῃς τὴν πόρνην· δὲν ὑπακούεις λοιπὸν νὰ ἀφήσῃς τὴν πορνείαν; Γίνεσαι λοιπὸν μιμητὴς τοῦ Ἡρῴδου; Τί θὰ μοῦ εἴπῃς; Ὅτι εὐλαβεῖσαι τὸν Ἰωάννην, ὅτι τὸν ἑορτάζεις; Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡρῴδης ηὐλαβεῖτο τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν ἐφοβεῖτο μάλιστα. Ἀλλὰ εἰς τί τὸν ὠφέλησεν ἡ εὐλάβεια ἐκείνη; «Ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον… καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουεν» (Μαρκ. ϛ’ 20). Ποίαν λοιπὸν ὠφέλειαν καὶ σὺ δύνασαι νὰ λάβῃς ἀπὸ τὴν εὐλάβειάν σου πρὸς τὸν Ἰωάννην, ὅταν πρῶτον μὲν τὸν εὐλαβεῖσαι, ὕστερον δὲ παρανομεῖς; Μιμητὴς τοῦ Ἡρῴδου διὰ τὴν παρανομίαν σου. Τί λοιπὸν προσμένεις, ἐὰν δὲν παύσῃς νὰ παρανομῇς καὶ νὰ ἁμαρτάνῃς; Νὰ δεχθῇς ράπισμα Ἀγγελικόν, νὰ καταφαγωθῇς ζωντανὸς