Διότι ὀλίγη δόξα εἶναι διὰ τὸν Ἰωάννην νὰ τὸν θελήσῃ νὰ τὸν ἀγαπήσῃ μὲ τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀγάπην του καὶ νὰ τὸν κάμῃ Βαπτιστήν του Αὐτὸς ὁ Θεός; Μήπως δὲν ἐδέχθη τὰς χεῖρας τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου εἰς τὴν θείαν του Κορυφήν; Μήπως δὲν τοῦ ἐδείχθη παρὰ τοῦ Κυρίου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, κατερχόμενον οὐρανόθεν, ὡσεὶ περιστερά; Ἤ μήπως δὲν τὸν ἠξίωσε νὰ ἀκούσῃ καὶ τὴν Φωνὴν τοῦ ἰδίου Του Πατρός;
Τοῦτο δὲν ἦτο ἁπλῶς δόξα, τοῦτο δὲν ἦτο ἁπλῶς τιμή, ἀλλὰ ἔργον θελήσεως τοῦ Θεοῦ, διὰ τὴν ἄκραν ἀρετὴν καὶ ἁγιότητα τοῦ Ἰωάννου, τὸν ὁποῖον ὄχι μόνον νοῦς ἀνθρώπινος, ἀλλ’ οὔτε Ἀγγελικὸς δύναται νὰ συγκρίνῃ ποτὲ κατ’ ἀξίαν.
Ὥστε, ἐὰν τοιαύτην ἀγάπην, δόξαν καὶ τιμὴν ἔδειξεν ὁ Χριστὸς εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ μάλιστα ἀφ’ ὅτου ὠνόμασε τὸν ἑαυτόν του Φωνὴν Θεοῦ, ἀκολουθεῖ καὶ συνάγεται ἀναγκαίως, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ τὰ Τρία τῆς Παναγίας Τριάδος Πρόσωπα ἔγιναν μάρτυρες καὶ ἐβεβαίωσαν μαρτυροῦντες τὸν λόγον τοῦ Ἰωάννου ἀληθέστατον· ὅτι δηλαδὴ εἶναι Φωνὴ Θεοῦ καὶ βέβαια καὶ Στόμα Αὐτοῦ, ὅπως ἡ φωνὴ εἶναι φωνὴ στόματος. Ἄλλαι δάφναι οὐράνιοι καὶ φοίνικες ἄφθαρτοι εἰς χεῖρας τοῦ Ἰωάννου, ἄλλος οὗτος στέφανος θεόπλεκτος εἰς τὴν Ἁγίαν Κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου, τὸ νὰ βεβαιοῦν τὰ Τρία τῆς Τριάδος Πρόσωπα ἐκεῖνο ποὺ ὁ Ἰωάννης εἶπε δι’ ἑαυτόν. Ὦ Κεφαλὴ μὲ στέφανον ἀμάραντον διὰ παντὸς στεφανωμένη!
Ἂν ἐσυγχωρεῖτο εἰς τοὺς Ἁγίους νὰ καυχῶνται διὰ τοὺς οὐρανίους φοίνικας, οἵτινες, διὰ τὰς ἀρετάς των, εἰς τὴν Κορυφήν των ἀναβλαστάνουσι καὶ διὰ παντὸς ἀνθοῦσιν, ἄλλος δὲν θὰ εἶχε νὰ καυχηθῇ δι’ ὅσα θὰ ἐκαυχᾶτο ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης. Καὶ διατί νὰ μὴ τοῦ συγχωρεῖται ὅταν ἡ καύχησίς του γίνεται μὲ θεῖον ζῆλον καὶ ἀγάπην; Δὲν ἔλεγεν ὁ θεῖος Παῦλος «ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μὴ ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου» (Γαλ. ϛ’ 14); Ἐὰν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐκαυχᾶτο ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου, διατί νὰ μὴ καυχᾶται ὁ Ἰωάννης ἐν τῷ Βαπτίσματι τοῦ Κυρίου;
Δύναται λοιπὸν καὶ ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης νὰ λέγῃ ἀνεμποδίστως, καὶ δι’ αἰτίαν μάλιστα ἀσύγκριτον, μὴ γένοιτο μοι καυχᾶσθαι εἰμὴ ἐν τῷ Βαπτίσματι τοῦ Κυρίου· εἰμὴ ἐν τῷ ἁπλῶσαι με τὰς χεῖρας εἰς τὴν Κορυφὴν τοῦ Δεσπότου καὶ Θεοῦ μου. Εἰμὴ διότι εἶδον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὡσεὶ περιστεράν, καταβαῖνον ἐπ’ Αὐτόν·