Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΘΕΟΔΩΡΟΥ τοῦ Βυζαντίου, τοῦ ἐν Μυτιλήνῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ͵αψϟε’ (1795) καὶ ἀγχόνῃ τελειωθέντος.

τὴν ἐξουσίαν τῆς βασιλείας των καὶ ἔκλινεν εἰς μετάνοιαν, ἐπιμόνως δὲ καὶ μὲ διακαῆ πόθον ἐζήτει τρόπον νὰ φύγῃ. Ὁ φόβος οὗτος ἐδόθη παρὰ Θεοῦ ὡς μέσον μετανοίας κατὰ τὴν προφητικὴν ρῆσιν· «Μὴ θελήσει θελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόμου, λέγει Κύριος, ὡς τὸ ἀποστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς, καὶ ζῆν αὐτὸν» (Ἰεζεκ. ιη’ 23), καὶ τὴν ἀποστολικὴν τοιαύτην· «Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀποδεκτὸν ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ. β’ 3-4). Διότι, διὰ νὰ καταφρονήσῃ ὅλας ἐκείνας τὰς μεγάλας τιμὰς καὶ δόξας, τὰ πλούτη καὶ τὰς πολυτελεῖς τρυφὰς καὶ τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν καὶ διὰ νὰ θραύσῃ ἐκείνους τοὺς διττοὺς δεσμοὺς τῆς ἀρνητικῆς ὁμολογίας του καὶ ἀποφασίσῃ ἄλλην ἀμετάτρεπτον ὁμολογίαν μετανοίας, ἦτο ἀνάγκη νὰ δοθῇ ἓν τοιοῦτον μέσον ἄνωθεν καὶ μία οὐράνιος καὶ πολὺ δραστηρία δύναμις, διὰ τῆς ὁποίας νὰ καταβάλῃ καὶ νικήσῃ τὰς δυσκαταμαχήτους δυνάμεις τοῦ ἀποστάτου διαβόλου καὶ θραύσῃ γενναίως τὰ δεσμὰ ἐκεῖνα τῆς ψευδοπεριτομῆς του, ἐπειδὴ δὲν ἦτο δυνατόν, ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε, νὰ ἔλθῃ μόνος εἰς τοιαύτην μετάνοιαν, οὔτε ἄλλος ἄνθρωπος ἠδύνατο νὰ τὸν καταπείσῃ, νὰ ἀποσπασθῇ ἀπ’ ἐκείνην τὴν σατανικὴν ματαιότητα τῶν προσκαίρων καὶ φθαρτῶν ἀγαθῶν.

Λοιπόν, σεληνόφωτόν τινα νύκτα ἀπεπειράθη ν’ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τοὺς ἀθλίους ἐκείνους Ἀγαρηνούς· ἀλλ’ ἡ φυγὴ αὐτοῦ ἐματαιώθη καὶ δὲν ἔγινε κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ. Διότι ἀποφασίσας νὰ ἀναχωρήσῃ ἔπεσεν ἀπὸ μέρος τι ὑψηλόν, διὰ νὰ δυνηθῇ νὰ φύγῃ· ἐπειδὴ ὅμως ἠκούσθη ὁ κτύπος, ἔτρεξαν παρευθὺς τινὲς τῶν ἐκεῖ Ἀγαρηνῶν καὶ εὑρόντες αὐτὸν τὸν ἐπανέφεραν ἐντὸς τοῦ παλατίου. Μετὰ πάροδον ὀλίγων ἡμερῶν ἀνεκοίνωσε τὸν σκοπόν του εἰς Χριστιανόν τινα, γουναρᾶν τὸ ἐπάγγελμα, ὅστις ἐσύχναζεν ἐκεῖ καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ δώσῃ ναυτικήν τινα ἐνδυμασίαν, διὰ νὰ τὴν φορέσῃ καὶ νὰ φύγῃ. Ὅταν δὲ χωρὶς νὰ ἀντιληφθῇ κανεὶς ἔλαβε τὴν στολήν, ἐζήτει ἔκτοτε εὐκαιρίαν νὰ φύγῃ. Ἐνῷ λοιπὸν ἡμέραν τινὰ ἔτρωγον οἱ Ἀγαρηνοί, οἵτινες τὸν ἐγνώριζον, ἔκαμε τὸν σταυρόν του, ἐπῆρε τὰ ἐνδύματά του καὶ ἐπῆγεν εἰς τόπον παράμερον, ἐκεῖ ἐξεδύθη τὰ λαμπρὰ ἐνδύματα καὶ τὰς γούνας τὰς ὁποίας ἐφόρει καὶ ἐφόρεσε τὰ Χριστιανικά, ἐμαύρισε τὸ πρόσωπόν του, ἔδεσε τὸ μέτωπόν του μὲ ἓν λερωμένον μανδήλιον καὶ ἐπῆρεν εἰς τὸν ὦμον του μίαν στάμναν· ποιήσας δὲ εἰς τὸν ἑαυτόν του τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ἐξῆλθεν ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν κατηραμένον οἶκον, ἐπέρασεν ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς φύλακας τῆς αὐλῆς, κατέβη εἰς τὴν θάλασσαν καὶ εἰσελθὼν εἰς πλοῖον μικρὸν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν θείας του τινός.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βυζαντινὴ ὥρα ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὴν 12ην μεσημβρινήν.