νὰ τὸν κατεβάσουν καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Δὲν ἐντρέπεσαι, ἄθλιε, νὰ ἐλπίζῃς εἰς ἕνα κακοθάνατον ἄνθρωπον, τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον; Εἰς ἐκεῖνον πιστεύεις, ὁ ὁποῖος οὔτε τὸν ἑαυτόν του ἠδυνήθη νὰ βοηθήσῃ;». Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Τοιαύτην ἐντροπὴν νὰ εἶχον πάντοτε, ἀσεβέστατε ἄνθρωπε, καὶ ἐγὼ καὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ὅσοι ἐλπίζουσιν εἰς τὸν Χριστόν».
Κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην, σύγχυσις μεγάλη ἐγένετο ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ ἡγεμὼν φοβούμενος μήπως γίνῃ κανὲν κακὸν ἀπὸ τὸν κόσμον, ἠρώτησε πάλιν τὸν Ἅγιον λέγων· «Ἂς ἀφήσωμεν τὰς πολυλογίας καὶ εἰπέ μου λόγον βέβαιον καὶ ἀποφασιστικόν· θέλεις νὰ θυσιάσῃς εἰς τοὺς θεοὺς ἢ νὰ πάθῃς περισσοτέρας τιμωρίας;». Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Ἀσεβέστατε καὶ κληρονόμε πάσης διαβολικῆς τέχνης, δὲν φοβεῖσαι τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σοῦ ἔδωκε τοιαύτην ἐξουσίαν, ἀλλὰ μὲ προστάζεις νὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ νὰ προσκυνήσω τὰ ἀναίσθητα ξύλα;». Τότε ὁ ἡγεμὼν ἀφῆκε τὸν Ἅγιον ὀλίγην ὥραν διὰ νὰ σκεφθῇ τί νὰ κάμῃ. Ὅταν δὲ παρῆλθεν ἡ ὥρα λέγει πρὸς αὐτόν· «Τί ἐπιθυμεῖς καλύτερον; νὰ εἶσαι μαζί μας ἢ μὲ τὸν Χριστόν σου;». Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη· «Μὲ τὸν Χριστόν μου ἤμην, εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι». Ὅταν εἶδεν ὁ ἡγεμών, ὅτι πλέον τίποτε δὲν κατορθώνει, ἀλλὰ μάλιστα σύγχυσις γίνεται, ἀπεφάσισε νὰ ἀποτελειώσουν τὸν Ἅγιον καὶ ἔγραψε τὴν ἑξῆς ἀπόφασιν· «Ἐπειδὴ ὁ Θεόδωρος εἶναι κακὸς ἀποστάτης τῶν βασιλικῶν προσταγμάτων, ἠρνήθη δὲ τοὺς ἰδικούς μας θεοὺς καὶ πιστεύει τὸν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν, διατάσσω νὰ τὸν καύσετε τελείως, τόσον ὥστε οὔτε ἡ γῆ νὰ δεχθῇ τὸ μιαρόν του σῶμα, ἀλλὰ νὰ τὸν καταφάγῃ τὸ πῦρ, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς κατέκαυσε τὸν ναὸν τῆς θεᾶς Ρέας».
Τότε ἔλαβον εὐθὺς τὸν Ἅγιον οἱ στρατιῶται δεδεμένον καὶ τὸν μετέφεραν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης του. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔλυσε τὴν ζώνην, τὴν ὁποίαν εἶχε καὶ ἔβγαλε καὶ τὸ ἔνδυμα καὶ τὰ ὑποδήματα τὰ ὁποῖα ἐφόρει. Ἠθέλησαν τότε οἱ στρατιῶται νὰ τὸν καρφώσωσιν εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ μὴ ταραχθῇ, ἀλλ’ ὁ Ἅγιος δὲν ἠθέλησε καὶ εἶπεν· «Ἀφήσατέ με ἀκάρφωτον. Ὁ Χριστός, ὅστις μοῦ ἔδωκε δύναμιν καὶ ὑπέμεινα τὰς ἄλλας τιμωρίας, θέλει μοῦ δώσει δύναμιν νὰ ὑπομείνω καὶ τὸ πῦρ». Δὲν τὸν ἐκάρφωσαν λοιπόν, ἀλλὰ μόνον τὸν ἔδεσαν, ὁ δὲ Ἅγιος ἐσήκωσε τὰς χεῖρας του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ μετὰ δακρύων παρεκάλει, λέγων· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ μονογενὲς τοῦ ἀθανάτου Πατρός, ὅστις διὰ τὴ σωτηρίαν μας κατέβης ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἦλθες εἰς τὴν γῆν, εὐχαριστῶ σοι, διότι μὲ ἠξίωσας νὰ ὑπομείνω βασάνους καὶ τιμωρίας διὰ τὸ Ἅγιόν σου, ὄνομα, δοξολογῶ σε, διότι μὲ κατηξίωσες νὰ μιμηθῶ τὸ Πάθος σου, ὑμνολογῶ σε διότι μὲ ἐνεδυνάμωσες νὰ μαρτυρήσω διὰ τὴν ἀγάπην σου.