Αὐτὰ καὶ ἄλλα λέγων ὁ Ἅγιος ἐνεδυνάμωνε τοὺς Χριστιανούς. Καὶ οἱ μὲν τύραννοι τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς ἐφυλάκισαν, ὁ δὲ Ἅγιος μετέβη διὰ νυκτὸς καὶ ἔβαλε πῦρ εἰς ἑλληνικόν τινα βωμὸν ὀνομαζόμενον τῆς θεᾶς Ρέας, διὰ νὰ δείξῃ ὅτι ὄχι μόνον διὰ λόγων εἶναι Χριστιανός, ἀλλὰ καὶ δι’ ἔργων, νὰ δείξῃ δὲ καὶ εἰς τοὺς Ἕλληνας, ὅτι προσκυνοῦσι κωφὰ καὶ ἀναίσθητα ξύλα. Μεγάλη λοιπὸν σύγχυσις ἔγινεν εἰς τὰ Εὐχάϊτα τὴν ἡμέραν ἐκείνην διὰ τὸν βωμόν, ὅστις κατεκάη.
Ὑπηρέτης δέ τις τοῦ βωμοῦ ὀνόματι Κρονίδης εἶχεν ἴδει τὸν Ἅγιον, ὅταν ἔβαλε πῦρ εἰς τον βωμὸν καὶ φοβούμενος μήπως θεωρηθῇ ὑπεύθυνος, ἐπῆρε τὸν Ἅγιον καὶ τὸν ἐπῆγεν εἰς τὸν ἀρχηγὸν τοῦ τόπου, ὀνόματι Πούπλιον καὶ ἐστάθη ἔμπροσθέν του, λέγων· «Αὐθέντα Πούπλιε, ὁ ἀσεβέστατος οὗτος στρατιώτης τοῦ βασιλέως, ὅπως εἰς τὸν ἀρχηγὸν τοῦ στρατοῦ τὸν Βρίγκαν ὡμολόγησεν, εἶναι Χριστιανός, αὐτὸς κατέκαυσε καὶ τὸν βωμὸν τῆς θεᾶς Ρέας καὶ ἀντιτίθεται πρὸς τὰ βασιλικὰ προστάγματα· διὰ τοῦτο ἔφερα αὐτὸν εἰς τὴν ἐξουσίαν σου καὶ σύ, ὡς φρόνιμος δοῦλος τῶν θεῶν, κάμε εἰς αὐτόν, ὅπως ὁρίζουν οἱ νόμοι καὶ οἱ βασιλεῖς». Τότε, ὅταν ἤκουσε ταῦτα ὁ Πούπλιος, ἐκάλεσεν εὐθὺς τὸν στρατηγὸν Βρίγκαν καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Σὺ ἄφησες τὸν ἀσεβέστατον αὐτὸν νὰ κατακαύσῃ τὸν βωμὸν τῆς θεᾶς Ρέας;». Ὁ Βρίγκας ἀπεκρίθη· «Ἐγὼ τοῦ ἔδωκα ἄδειαν νὰ συλλογισθῇ καλλίτερον, ὄχι νὰ κατακαύσῃ τὸν βωμόν· πολλάκις τοῦ εἶπον νὰ θυσιάσῃ καὶ δὲν μὲ ἤκουσεν, ἀλλὰ μὲ περιέπαιζε λέγων, ὅτι εἶναι στρατιώτης τοῦ Ναζωραίου Ἰησοῦ καὶ ἀρνεῖται τὴν στρατιὰν τῶν ἰσχυρῶν βασιλέων. Ἀρχηγὸς λοιπὸν εἶσαι καί, ὅπως νομίζεις καλόν, τιμώρησε αὐτὸν μήπως καὶ μεταβάλῃς τὴν μιαράν του γνώμην».
Τότε ὁ Πούπλιος λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον μὲ πολὺν θυμόν· «Ἀσεβέστατε στρατιῶτα, αὐτὴ εἶναι ἡ τιμὴ τὴν ὁποίαν δίδεις εἰς τοὺς μεγάλους θεούς; Ἀντὶ νὰ θυσιάσῃς εἰς τὸν βωμὸν τῆς μεγάλης θεᾶς Ρέας, σὺ ἐπῆγες καὶ τὸν κατέκαυσες; Καὶ μὲ ποίαν τόλμην μετέβης, μιαρώτατε, καὶ ἔκαμες τοιαύτην παρανομίαν; Δὲν ἐδειλίασες τὰ βασιλικὰ προστάγματα;». Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη μὲ πολλὴν παρρησίαν· «Ἡγεμὼν Πούπλιε, ὁμολογῶ ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ὅστις κατέκαυσα τὸν βωμὸν τῆς Ρέας, διότι ἠθέλησα νὰ δοκιμάσω καὶ νὰ ἴδω, ἐὰν εἶναι θεὰ ἀληθινή· ἀλλ’ εἶδα ὅτι εἶναι ξύλον κωφὸν καὶ ἀναίσθητον· καὶ τοιαύτην τιμὴν πρέπει νὰ ἔχωσι τὰ εἴδωλα, ἐπειδὴ ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ δὲν βλέπουσι, ὦτα ἔχουσι καὶ δὲν ἀκούουσι, στόμα ἔχουσι καὶ δὲν ὁμιλοῦσι, πόδας ἔχουσι καὶ δὲν περπατοῦσι. Τὶ θεοὶ λοιπὸν εἶναι αὐτὰ τὰ ἄλαλα ξύλα;». Τότε ὁ ἡγεμών, μὴ δυνάμενος νὰ ἀντισταθῇ εἰς τοὺς λόγους αὐτούς,