μοῦ ἦλθεν ἀπὸ τοὺς θεούς μας γνώμη καλὴ καὶ ἀναντίρρητος, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ τὴν ἑβδομάδα ταύτην τὴν πρώτην φυλάττουσι μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας διὰ νηστείας. Διατάσσω λοιπόν νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τὴν ἀγορὰν ὅλα τὰ τρόφιμα καὶ τίποτε, νὰ μὴ ὑπάρχῃ εἰς αὐτὴν ἐκτὸς ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἐγὼ θὰ χορηγήσω, τρόφιμα δηλαδὴ καὶ ποτὰ ραντισμένα μὲ τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν ἡμῶν· διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀναγκαστικῶς θὰ ἀγοράσωσιν ὅλοι καὶ θὰ φάγωσι καὶ θὰ ὑπακούσωσιν εἰς ἡμᾶς, διότι θὰ γευθῶσιν ἀπὸ τὴν θυσίαν τῶν θεῶν· ἤ, ἂν δὲν ὑπακούσωσιν, θὰ ἀποθάνωσιν ἀπὸ τὴν πεῖναν». Αὐτὰ ὅταν ἤκουσεν ὁ ἔπαρχος ἀπὸ τὸ ἀντίθεον στόμα τοῦ βασιλέως, λέγεται ὅτι εἶπε· «Τώρα γνωρίζω, ὅτι ἡ καρδία τοῦ βασιλέως εἶναι εἰς τὰς χεῖρας τῶν θεῶν». Μετὰ τὸν λόγον τοῦτον τοῦ μιαροῦ βασιλέως ἠκολούθησεν εὐθὺς ἡ πρᾶξις, καὶ ὅσα μὲν τρόφιμα ὑπῆρχον εἰς τὴν ἀγορὰν ἀπεσύρθησαν, ἐξετέθησαν δὲ πρὸς πώλησιν τὰ μεμιασμένα τρόφιμα καὶ ποτὰ τοῦ βασιλέως. Τί λοιπὸν ἔκαμεν ὁ πλάσας ἡμᾶς Θεός; Ἆρά γε παρεῖδεν ἢ παρέβλεψε τοὺς εὐσεβεῖς δούλους του; Οὐδαμῶς. Ἀλλ’ εὐθὺς ὡς ἐπεχειρήθη τὸ φοβερὸν καὶ σατανικώτατον τοῦτο ἔργον, εὐθὺς ἐπεμελήθη καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν σωτηρίαν τοῦ χριστεπωνύμου λαοῦ του, ἀποστείλας τὸν Μεγαλομάρτυρα αὐτοῦ Θεόδωρον, τὸν ἀληθέστατα δῶρον Θεοῦ, πρὸς σωτηρίαν τῆς πίστεως, ἵνα δοξάσῃ ἐκ τῶν θαυμασίων αὐτοῦ ἔργων τὸν θεράποντα αὐτοῦ.
Παρουσιάζεται λοιπὸν ὁ Ἅγιος φανερῶς καὶ ὄχι ἐν ὁράματι πρὸς τὸν Πατριάρχην τῶν Χριστιανῶν, φανερώνων εἰς αὐτὸν τὸ ἀντίθεον τερατούργημα τοῦ Παραβάτου Ἰουλιανοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Πατριάρχα, σήκω γρήγορα καὶ συνάθροισε τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ καὶ διαφύλαξε αὐτὸ μετὰ μεγάλης προσοχῆς, παραγγέλλων νὰ μὴ ἀγοράσῃ οὐδεὶς τίποτε ἀπὸ τὰ τρόφιμα, τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν εἰς τὴν ἀγοράν, διότι ὁ δυσσεβέστατος Ἰουλιανὸς κατεμόλυνεν ἅπαντα διὰ τοῦ μιαροῦ αἵματος τῆς θυσίας αὐτοῦ». Ὁ δὲ Ἀρχιερεύς, θαυμάσας, εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον· «Καὶ πῶς λοιπόν, ὦ κύριέ μου, εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ τοῦτο; Εἰς μὲν τοὺς πλουσίους ἴσως αὐτὸ νὰ εἶναι δυνατόν, καθ’ ὅσον ἔχουσι παρακαταθήκην τροφίμων· εἰς δὲ τοὺς πένητας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουσιν οὐδὲ μιᾶς ἡμέρας τροφήν, τί πρᾶγμα πρέπει νὰ δοθῇ πρὸς παρηγορίαν τῆς ἀνάγκης αὐτῶν;». Ὁ δὲ Μάρτυς εἶπε· «Κόλλυβα νὰ προσφέρῃς εἰς αὐτούς, κόλλυβα διὰ νὰ ἀνακουφίσῃς τὴν ἀνάγκην αὐτῶν». Λέγει ὁ Πατριάρχης· «Καὶ τί εἶναι αὐτὰ τὰ κόλλυβα; Δὲν γνωρίζω». Ὁ δὲ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Σιτάρι· νὰ τὸ βράσῃς καὶ νὰ τὸ μοιράσῃς εἰς τοὺς Χριστιανούς». Διὰ νὰ δείξῃ δὲ ὁ Ἅγιος πόθεν ἦλθε,