Ἔμεινε λοιπὸν ἡ κόρη εἰς τὴν ξηρόνησον δύο μῆνας ἕως ὅτου ἐπῆγεν ἐκεῖ ὁ πλοίαρχος, ὅστις ἰδὼν αὐτὴν ἐθαύμασε, νομίζων ὅτι εἶναι φάντασμα καὶ φοβηθεὶς ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω κωπηλατῶν βιαίως διὰ νὰ φύγῃ τὸ γρηγορώτερον. Ἡ δὲ κόρη ἐφώναζε λέγουσα· «Σὲ παρακαλῶ, διὰ τὸν Κύριον, μὴ φύγῃς, ἀλλὰ πλησίασον νὰ σοῦ διηγηθῶ τὰ κατ’ ἐμὲ καὶ νὰ ἀκούσῃς λόγον φοβερὸν νὰ δοξάσῃς τὸν Κύριον». Καταπεισθεὶς λοιπὸν ὁ πλοίαρχος ἐπλησίασε καὶ ἐρωτήσας διὰ τὸν Ὅσιον τί ἀπέγινεν, ἐποίησε πρῶτον ἡ κόρη τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, διὰ νὰ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ πᾶσαν ὑποψίαν φαντάσματος. Ἔπειτα δὲ τοῦ διηγήθη καταλεπτῶς τὴν ὑπόθεσιν περὶ τοῦ Ἁγίου καὶ αὐτῆς. Ἀκούσας τὰ γενόμενα ὁ πλοίαρχος ἐδόξασε τὸν Θεόν, ἔπειτα ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ τὴν κόρην εἰς τὸν τόπον της, ἀλλ’ ἐκείνη ἡ ἀξιομακάριστος δὲν ἐδέχθη λέγουσα· «Παρακαλῶ σε, φιλόχριστε, μὴ μὲ παρίδῃς τὴν τάλαιναν, ἀλλὰ κάμνε καὶ εἰς ἐμὲ τὴν ὑπηρεσίαν, τὴν ὁποίαν ἔκαμνες καὶ εἰς τὸν Ὅσιον καὶ θέλεις ἔχει μισθὸν περισσότερον εἰς τὴν ψυχήν, ἐπειδὴ εἶμαι γυνή, μέρος ἀδύνατον, διὰ σοῦ δὲ θέλω σώσει τὴν ψυχήν μου, βοηθοῦντος τοῦ Κυρίου μοι, ὅστις μὲ ἐβοήθησε καὶ διέσωσα τὴν ζωήν μου μόνον ἐγὼ ἀπὸ τόσους ἐπιβάτας, οἱ ὁποῖοι ἐπνίγησαν. Φέρε μου δὲ ἐργόχειρον νὰ ἐργάζωμαι διὰ νὰ σοῦ ἀνταποδίδω τὴν ζωοτροφίαν μου καὶ τὸν κόπον σου. Ἔτι δὲ φέρε μου καὶ ἐνδύματα καὶ τρίχινον ὑποκάμισον, ἂς ἔλθῃ δὲ καὶ ἡ συμβία σου νὰ μὲ ἐνδύσῃ ἀνδρικὴν στολήν. Ὁ δὲ Κύριος νὰ στείλῃ καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι εἰς τὴν οἰκίαν σου πλούσια τὰ ἐλέη του καὶ εἰς τὸν μέλλοντα νὰ σᾶς ἀξιώσῃ τῆς αἰωνίου μακαριότητος».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ πλοίαρχος τὴν ηὐλαβήθη, ἀντιληφθεὶς τὴν ἔνθεον γνώμην της καὶ τῆς ὑπεσχέθη νὰ ἐκπληρώσῃ τὸν πόθον της. Ἐπῆγε λοιπὸν εἰς τὴν οἰκίαν του, ἔλαβεν ὅλα τὰ χρειαζόμενα καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν ἔφθασαν εἰς τὸ νησίον. Ἀναχωρήσας δὲ ὀλίγον ὁ πλοίαρχος, ἔμειναν αἱ δύο γυναῖκες καὶ ἐκδυθεῖσα ἡ μακαρία ὁμοῦ μὲ τὰ ἱμάτια καὶ πᾶσαν τὴν γυναικείαν ἀσθένειαν, ἐνεδύθη τὰ ἀνδρικὰ καὶ μάλιστα τῶν ἀνδρῶν τὸ φρόνημα. Ἔπειτα ηὐχήθη πρὸς Κύριον, ἑαυτὴν μὲν νὰ ἀξιώσῃ νὰ τελέσῃ τὸν βίον θεάρεστα, εἰς ἐκείνους δὲ οἱ ὁποῖοι θέλουν τὴν ὑπηρετήσει εἰς τὰ χρειαζόμενα, νὰ ἀποδώσῃ εἰς τὴν Βασιλείαν αὐτοῦ πλουσίαν ἀντάμειψιν. Κατόπιν ἔδωκε τὴν γυναικείαν ἐνδυμασίαν εἰς τὴν ἄλλην γυναῖκα, νὰ τὴν ἔχῃ πρὸς ἐνθύμησιν. Ἀποχαιρετισθέντες εἶτα, ὁ μὲν πλοίαρχος καὶ ἡ γύνη του ἐπέστρεψαν εἰς τὸν οἶκον των, αὐτὴ δὲ ἡ μακαρία ἔμεινε μόνη εἰς τὸ νησίον σκληρῶς ἀγωνιζομένη. Ἤρχοντο δὲ ὁ πλοίαρχος καὶ ἡ γυνή του τακτικά, ἀνὰ τρεῖς μῆνας,