Τῇ ΙΓ’ (13ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟΥ.

πολιτευόμενος τοσοῦτον θεάρεστα, ὥστε δὲν ἔμεινεν εἶδος ἀρετῆς, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ εἶχε κατορθώσει ὁ ἀείμνηστος καὶ τόσον ἀφθόνως ἐπλουτίσθη θείας Χάριτος, ὥστε ἐθεράπευεν ἐν εὐκολίᾳ πᾶσαν ἀσθένειαν.

Ἡ φήμη ὅθεν τοῦ Ὁσίου ἠκούσθη πανταχοῦ, καὶ ἐγένετο εἰς πάντας περιβόητος καὶ σεβάσμιος, τόσον ὥστε ὄχι μόνον οἱ ἀσθενεῖς κατὰ τὸ σῶμα συνήγοντο, διὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ποθουμένην ὑγείαν μὲ τὴν ἱκέσιον δέησιν ἐκείνου, ἀλλὰ καὶ ὅστις ἤθελεν ὀλισθήσει εἰς κανὲν πάθος καὶ ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς ἤρχετο πρὸς αὐτὸν χάριν βοηθείας καὶ διορθώσεως. Ὁ δὲ Ὅσιος, ὡς μαθηματικὸς ἰατρὸς ὅπου ἦτο καὶ ἔμπειρος εἰς τοὺς πνευματικοὺς πολέμους, ἔδιδεν εἰς ἕκαστον τὴν ὠφέλιμον συμβουλὴν καὶ τὰ ἁρμόδια φάρμακα, καθὼς ἤθελε τὸν φωτίσει ὁ Κύριος. Ταῦτα βλέπων ὁ πονηρὸς καὶ φθονερὸς ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἐδυσανασχέτει διὰ τὴν τόσην ὠφέλειαν, ἡ ὁποία ἐγίνετο εἰς τοὺς προσερχομένους καὶ ἤγειρε παντοδαποὺς πειρασμοὺς κατὰ τοῦ Ὁσίου καιροσκοπῶν πότε νὰ πτερνίσῃ αὐτόν, νὰ τὸν ρίψῃ δηλαδὴ εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Διὰ τοῦτο ἐδοκίμαζε μὲ φαντασίας καὶ διαλογισμοὺς σαρκικοὺς νὰ παγιδεύσῃ τὸν ἀήττητον. Μὴ δυνηθεὶς ὅμως οὕτως ἀφανῶς νὰ τὸν πολεμήσῃ, ἐφάνη ὁρατῶς μετασχηματισθεὶς εἰς εἶδος δράκοντος, εἰς καιρὸν κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ὅσιος ἔψαλλε τὴν ἀκολουθίαν καὶ ἐσχηματίζετο ὅτι ἤθελε νὰ κρημνίσῃ τὸν οἶκον ἀπὸ τὰ θεμέλια, διὰ νὰ τοῦ δώσῃ φόβον καὶ σύγχυσιν.

Ὁ Ὅσιος ὅμως, ἔχων τὸν Ὕψιστον Θεὸν καταφυγήν του καὶ δύναμιν, καθὸ δεδιδαγμενος περὶ τούτου ἀπὸ τὴν Θείαν Γραφήν, δὲν ἐδειλία φόβον νυκτερινὸν ἢ ἡμέριον, ἀλλ’ ἵστατο ἀπερίσπαστος καὶ ἄνευ τινὸς φόβου, ἕως οὗ ἐτελείωσε τὸν ψαλμόν. Τότε δὲ παρακύψας ἀπὸ τῆς θυρίδος εἶπε ταῦτα πρὸς τὸν ὑποκρινόμενον δράκοντα· «Ἵνα τὶ κοπιᾷς εἰς μάτην ἄθλιε; Διότι ἐγὼ ἔχων τὸν Χριστὸν εἰς βοήθειαν μου δὲν δειλιῶ ποσῶς, τὰς δὲ φαντασίας σου οὐδόλως λογίζομαι, ἀλλὰ θεωρῶ αὐτὰς ὡς ὄνειρον». Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἀποστάτης ἔφυγεν εὐθὺς ἀπειλῶν καὶ φοβερίζων τὸν Ὅσιον, ὅτι θὰ τοῦ ἔδιδε σκληρότατον πόλεμον, ἕως οὗ νὰ τὸν ἐξορίσῃ ἀπὸ τὴν κέλλαν του. Ὁ δὲ μακάριος ἔμεινεν ἡσυχάζων καὶ μελετῶν τὰς Γραφάς, ὡς μηδὲν τὰς ἀπειλὰς τοῦ δεινοῦ λογιζόμενος. Ἀλλὰ καθὼς τὸ πῦρ δὲν παύει ποτὲ νὰ καίῃ καὶ οἱ ὄφεις νὰ βλάπτουσιν, οὕτω καὶ ὁ δαίμων δὲν ἀφήνει τὰς πανουργίας του οὐδέποτε, ἀλλὰ φροντίζει καὶ μηχανᾶται πάντοτε νὰ κακοποιῇ καὶ νὰ ρίπτῃ τοὺς ἐναρέτους εἰς ὀλίσθημα, διὰ νὰ ἀφανίσῃ τοὺς κόπους των, καθὼς ἐδοκίμασε νὰ παγιδεύσῃ καὶ τοῦτον τὸν Ὅσιον· καὶ ἀκούσατε, νὰ θαυμάσετε τὴν ἀνδρείαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιότητα.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τῆς ἀναφερομένης ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελ. 265.

[2] Πήρα· σάκκος τροφίμων τῶν ὁδοιπόρων, τὸ σημερινὸν ταγάρι.

[3] Ἑκάστη λίτρα ἀντιστοιχεῖ πρὸς 350 γραμμάρια περίπου.