Πλήρης τότε Χάριτος καὶ Πνεύματος Ἁγίου ὁ Γεώργιος ἐδημηγόρησεν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ καὶ τῶν προσδραμόντων Ὀθωμανῶν, λεγων· «Μὴ γένοιτο νὰ ὡμίλησε μὲ τὸν Θεὸν ὁ Μωάμεθ, διότι ὅταν ὁ Θεὸς κατέβη εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ, τὸ κάτωθεν τοῦ ὄρους ἱστάμενον πλῆθος τῶν Ἑβραίων ἔτρεμον ὅλοι ἀπὸ τὸν φόβον βλέποντες αὐτὸν νὰ καταβαίνῃ διὰ νεφελῶν καὶ ἀστραπῶν. Τότε λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς, καὶ μόνον αὐτός, ὡμίλησε μὲ τὸν Θεόν. Πάλιν δὲ ὅταν κατέβη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος, οἱ βασιλεῖς τῶν Περσῶν δι’ ἀστέρος ἦλθον καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν, ἐκεῖνος δὲ εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν ἔκαμε διάφορα θαύματα ἔμπροσθεν πάντων· καὶ πάλιν, ὅταν ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, πλῆθος ἀνθρώπων τὸν εἶδον ὅτι ἀνέβαινε διὰ νεφέλης. Τότε καταβάντες δύο Ἄγγελοι εἶπον εἰς τοὺς ὁρῶντας, ὅτι αὐτός, τὸν ὁποῖον βλέπετε τώρα τοιουτοτρόπως ἀναλαμβανόμενον, αὐτὸς ἔχει νὰ κατέβῃ πάλιν διὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμον καὶ νὰ ἀποδώσῃ εἰς ἕκαστον κατὰ τὰ ἔργα του, ἐκεῖνοι δὲ οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν εἰς αὐτά, ὅλοι χάνονται. Διὰ δὲ τὸν ἰδικόν σας Μωάμεθ, τίς εἶδεν, ἢ τίς ἤκουσέ ποτε, ὅτι ὡμίλησε μὲ τὸν Θεὸν εἰς κανένα τόπον; ἤ τί σημεῖον ἔκαμεν εἰς τὴν ζωήν του; Ἐγὼ γνωρίζω κάλλιστα, ὅτι δὲν ἔκαμε κανὲν σημεῖον, ἀλλ’ αὐτὸς μόνος του συνέγραψεν εὔκολον θρησκείαν, ἡ ὁποία ἀρέσκει εἰς τὸ γήινον φρόνημα τῆς σαρκὸς καὶ ταύτην παρέδωκεν εἰς ἀνθρώπους ἀδαεῖς, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχον καμμίαν εἴδησιν εἰς τὰ δόγματα τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἐδέχθησαν καὶ ἐρριζώθη ἡ θρησκεία του εἰς τὰς καρδίας των· ὅθεν καθὼς ἐκεῖνος δὲν εἶναι Ἅγιος, διότι κανὲν θαῦμα δὲν ἔκαμεν, ὁμοίως καὶ ὅλοι, ὅσοι ἀκολουθοῦν αὐτόν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν Ἅγιοι».
Ταῦτα ἀκούσαντες τὸ πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν ἐφώναζαν ὅλοι εἰς τὸν κριτὴν· «Πάρε αὐτὸν ἀπὸ τοῦ μέσου ἡμῶν, διότι ἰδοὺ ὅτι εἰς τέλος περιέπαιξεν ἡμᾶς». Τότε ὁ κριτὴς ἐπρόσταξε νὰ βάλουν τὸν Ἅγιον εἰς τὴν φυλακήν. Ὅθεν δέσαντες ἐκεῖνοι ὄπισθεν τὰς χεῖρας του καὶ ἄλλοι μὲν κτυπῶντες αὐτόν, ἄλλοι δὲ λακτίζοντες καὶ ἕτεροι πτύοντες, τὸν ἔβαλον εἰς τὴν φυλακήν· προφθάνει δὲ αὐτὸν εἰς τὴν ὁδὸν ὁ Ἱερεὺς Πέτρος, διὰ τὸν ὁποῖον προείπομεν εἰς τὴν ἀρχήν, καὶ λέγει εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπήγαινον· «Δώσετε αὐτὸν εἰς ἐμὲ καὶ ἐγὼ γίνομαι ἐγγυητὴς δι’ αὐτόν, ὅταν δὲ τὸν θελήσετε πάλιν σᾶς τὸν δίδω». Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπον ὀργιζόμενοι· «Αὐτὸς πλέον δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰς χεῖρας μας, ἀλλ’ ἐὰν τὸν ἀγαπᾷς καὶ θέλῃς τὴν ζωήν του, νουθέτησέ τον νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν πίστιν μας, διότι, ἐὰν δὲν ἔλθῃ ἔχει νὰ χάσῃ βεβαιότατα τὴν ζωήν του». Ὁ δὲ Ἱερεὺς τοὺς ἀπεκρίθη· «Ἐπειδὴ οὕτως ἀπεφασίσατε, προστάξετε κἂν νὰ μὲ ἀφήνουν νὰ ἔρχωμαι εἰς αὐτὸν καὶ ἐγὼ θέλω τὸν συμβουλεύσει νὰ κάμῃ τὸ καλλίτερόν του».