Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ τοῦ Σέρβου, τοῦ ἐν τῇ πόλει Σοφίᾳ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ͵αφιε’ (1515) καὶ διὰ πυρὸς τελειωθέντος.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ὁ νεοφανὴς Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἦτο ἀπὸ τὴν Σερβίαν, ἀπὸ πόλιν τινὰ λεγομένην Κράτοβαν, εὐσεβῶν γονέων υἱός, Δημητρίου καὶ Σάρρας· ὅταν δὲ ἔγινε τὸ παιδίον ἓξ ἐτῶν, ἐδόθη ὑπὸ τῶν γονέων του εἰς μάθησιν τῶν ἱερῶν γραμμάτων, τὰ ὁποῖα ταχέως ἔμαθεν· ἔπειτα ἔμαθε κατ’ ἀκρίβειαν καὶ τὴν τέχνην τῶν χρυσοχόων. Κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν καιρὸν ἀπέθανεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἔμεινεν ὀρφανός· ἐπειδὴ δὲ ἦτο πολὺ ὡραῖος, ἐφοβήθη νὰ μένῃ εἰς τὴν πατρίδα του, μήπως τὸν λάβουν βιαίως εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ τότε Σουλτάνου Βαγιαζήτ· διὰ τοῦτο ἄφησε τὴν πατρίδα του καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν πόλιν Σοφίαν [1] κατοικήσας εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ εὐλαβεστάτου Ἱερέως τῆς πόλεως ἐκείνης Πέτρου ὀνομαζομένου, ἐκεῖ δὲ διαμένων ὁ Μάρτυς μετεχειρίζετο πάσας τὰς ἀρετάς.

Βλέπων ὁ Ἱερεὺς τὸν Γεώργιον, ὅτι τὸν ὑπήκουε προθύμως, ἐδίδασκεν εἰς αὐτὸν τὴν θείαν Γραφὴν ὅσον ἠδύνατο. Ὁ δὲ νέος ἐβίαζεν ἑαυτὸν νὰ ἐκπληρώσῃ καὶ μὲ τὸ ἔργον τὰ διδασκόμενα, τὸ ὁποῖον καὶ ἐγένετο. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ τὸν λόγον τοῦ Σωτῆρος «Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη, οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸ μόδιον» (Ματθ. ε’ 14-15), οὔτε ὁ νέος οὗτος ἠδυνήθη νὰ κρυφθῇ εἰς τὸ ὕστερον. Διότι βλέποντες αὐτὸν οἱ Ὀθωμανοί, τὸν ἐφθόνησαν διὰ τὰ πολλὰ αὐτοῦ προτερήματα καὶ ἐφρόντιζον μὲ ὅλην των τὴν δύναμιν νὰ τὸν φέρουν εἰς τὴν γνώμην των. Ἐκλέξαντες λοιπὸν διδάσκαλόν τινα ἰδικόν των, ἐντελῆ εἰς τὴν θρησκείαν των, τεχνίτην εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς κάθε ἀπόκρισιν ἕτοιμον, τὸν στέλλουν εἰς αὐτὸν νὰ συνομιλήσῃ. Οὗτος πηγαίνων τεχνηέντως, φέρει εἰς αὐτὸν ἱκανὸν χρυσίον διὰ νὰ τοῦ διορθώσῃ ἓν χρυσὸν στολίδιον, τοῦ ὑπεσχέθη δὲ νὰ τοῦ δώσῃ καὶ μισθὸν πολὺν καὶ φαγητὰ νὰ τοῦ φέρῃ διὰ νὰ τὸν σύρῃ εἰς τὴν ἀγάπην του.

Τοιουτοτρόπως λοιπὸν ἤρχισε μὲ λόγους πανούργους νὰ τὸν παγιδεύῃ λέγων· «Ὦ νεανίσκε, ἐὰν ἤθελες νὰ ἀρνηθῇς την ἰδικήν σου θρησκείαν, τὴν θλιβερὰν καὶ ἀπαράδεκτον ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ἤθελες νὰ ἔλθῃς εἰς τὴν ἰδικήν μας ἀγαθὴν θρησκείαν, ἤθελες ἀποκτήσει μεγάλην δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἤθελες πάρει τὴν θυγατέρα τοῦ πρώτου ἀγᾶ ταύτης τῆς πόλεως, νὰ γίνῃς καὶ κληρονόμος πλούτου πολλοῦ. Ἐὰν τοῦτο θέλῃ γίνει, ἡμεῖς θὰ σὲ ἔχωμεν πρῶτον κατὰ πάντα εἰς τὴν πόλιν μας καὶ ὅλοι θὰ σὲ τιμῶμεν καὶ θὰ σὲ προσκυνῶμεν διὰ τὴν ὡραιότητά σου·


Ὑποσημειώσεις

[1] Σοφία· ἡ σημερινὴ πρωτεύουσα τῆς Βουλγαρίας Σόφια.

[2] Πρόκειται περὶ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου ἑνὸς ἐκ τῶν Νεμανιδῶν περὶ τῶν ὁποίων βλέπε ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελ. 322.