τοιαύτη ὡραιότης δὲν πρέπει νὰ μένῃ εἰς αὐτὴν τὴν πτωχικὴν καὶ δουλικὴν κατάστασιν, ἀλλὰ πρέπει νὰ σὲ παραστέκουν καὶ νὰ σὲ ὑπηρετοῦν δοῦλοι πολλοὶ καὶ ὑπηρέται». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Γεώργιος τοῦ εἶπεν· «Σὲ εὐχαριστῶ, διότι φροντίζεις τόσον πολὺ δι’ ἐμέ, ὅμως θέλω νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν εἰς ὅ,τι σὲ ἐρωτήσω, διότι εἶμαι βέβαιος, ὅτι γνωρίζεις καλά, ὡς ἤκουσα περὶ σοῦ, ὅλα τὰ τῆς ἰδικῆς σας θρησκείας· σὲ ἐρωτῶ λοιπὸν αὐτὴ ἡ δόξα καὶ τιμή τὴν ὁποίαν εἶπες, ἆρα γε μένει καὶ αἰώνιος ἢ τελειώνει;». Ἐκεῖνος δὲ τοῦ εἶπε· «Ναί, τελειώνει· ὅμως ὅσοι πολιτεύονται καλῶς καὶ φυλλάτουν τὴν παράδοσιν τοῦ Μωάμεθ, πηγαίνουν ἀπ’ ἐδῶ εἰς τὸν Παράδεισον». Ὁ Γεώργιος τοῦ εἶπε· «Καὶ ποία εἶναι ἡ καλὴ πολιτεία τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἔχῃ τις ἐδῶ;». Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· «Πρῶτον εἶναι ἡ πίστις ἡ καλὴ καὶ δεύτερον ἡ καθαρότης τοῦ σώματος». Ὁ Γεώργιος τοῦ εἶπε· «Καλὰ εἶπες, ὅτι ἡ πίστις πρέπει νὰ εἶναι καλή· ποία δὲ εἶναι ἡ καθαρότης τοῦ σώματος;». Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· «Ἡ καθαρότης εἶναι τὸ νὰ πλύνεσαι καὶ νὰ προσκυνῇς συχνάκις».
Τότε ὁ Γεώργιος ἠρώτησε καὶ πάλιν τὸν διδάσκαλον τῶν Ὀθωμανῶν λέγων· «Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ζῇ μὲ πορνείαν καὶ κραιπάλην καὶ μοιχείαν καὶ πολυφαγίαν καὶ μεταχειρίζεται κάθε εἴδους σαρκικὴν ἡδονήν, τὸν τοιοῦτον ἆρα γε δέχεται ὁ Θεὸς εἰς τὸν Παράδεισον;». Αὐτὸς δὲ καὶ μὴ θέλων ἐμαρτύρησε τὴν ἀλήθειαν, λέγων, ὅτι ὁ Θεὸς βέβαια δὲν δέχεται τοὺς τοιούτους, ἐὰν δὲν ἐπιστρέψωσι μὲ μεγάλην μετάνοιαν καὶ ὅσοι ἀποθνῄσκουν μὲ παρόμοια ἔργα πηγαίνουν εἰς τὴν κόλασιν. Τότε τοῦ λέγει ὁ Γεώργιος· «Ὀρθῶς ἔκρινας· τώρα ἐγὼ βλέπω, ὅτι ὅλοι οἱ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες σας καὶ κριταὶ καὶ ἄρχοντες ὑποδουλώνονται εἰς παρόμοια ἀκάθαρτα ἔργα ἕως τοῦ τέλους τῆς ζωῆς των καὶ τοιουτοτρόπως ἀποθνῄσκουν χωρὶς μετάνοιαν· λοιπὸν αὐτοί, καθὼς εἶπες, κολάζονται». Ὁ δὲ εἶπεν· «Ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τὰς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἐλεημοσύνην καὶ βλέπεις ὅτι οἱ βασιλεῖς μας καὶ οἱ ἄρχοντες κάμνουν τόσα τζαμία, γεφύρας καὶ βρύσεις καὶ διάφορα ἄλλα ἔργα δι’ ἀνάπαυσιν τῶν ἀνθρώπων».
Ἐξαφθεὶς τότε εἰς ζῆλον πίστεως ὁ Γεώργιος εἶπεν· «Ὁ Προφήτης Σολομὼν γράφει διὰ Πνεύματος Ἁγίου, ὅτι «Θυσίαι ἀσεβῶν, βδέλυγμα Κυρίῳ» (Παροιμ. ιε’ 8), διότι βλέπω ἀπ’ αἰῶνος πολλοὺς βασιλεῖς καὶ δυνάστας, οἱ ὁποῖοι ἔκαμον πολλὰ καλὰ ἔργα, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀπιστίαν των ἀπωλέσθησαν καὶ ἐξηλείφθησαν τὰ ὀνόματά των μὴ διασωθείσης οὔτε κἂν τῆς μνήμης αὐτῶν, μάλιστα δὲ ἀπὸ τὸ ἰδικόν σας γένος