ὅλοι ἐχάθησαν καὶ δὲν εὑρίσκεται εἰς τὴν πίστιν σας κανεὶς Ἅγιος, οὔτε δίκαιος, κἂν βασιλεύς, κἂν ἐξουσιαστής, κἂν κριτής, κἂν διδάσκαλος, κἂν κάθε ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἁπλουστέρους, ἀλλ’ ὅλοι ἀπὸ μιᾶς ἐχάθησαν. Εἰς δὲ τὴν ἰδικήν μας τὴν Ἁγίαν καὶ ἀμώμητον πίστιν καὶ βασιλεῖς καὶ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς καὶ ἁπλοῦς λαός, ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Χριστοῦ ἕως τὴν σήμερον, εὑρίσκονται Ἅγιοι καὶ τὰ σώματα αὐτῶν διαμένουσι σῷα καὶ ἀδιάφθορα καὶ ἰατρεύουσι διαφόρους ἀσθενείας ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι προστρέχουν εἰς αὐτοὺς μετ’ εὐλαβείας καὶ πίστεως· καὶ ἐὰν δὲν πιστεύῃς εἰς αὐτά, ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὸν κράλην Μιλουτῖνον [2], ὅστις εἶναι εἰς ταύτην τὴν πόλιν, πῶς εὑρίσκεται σῷος καὶ φαίνεται ὡς νὰ κοιμᾶται, εὐωδιάζει δὲ ὥσπερ κρίνον· καὶ πίστευε ὅτι καθὼς αὐτὸς εἶναι Ἅγιος, διότι ἐπίστευεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἔκαμνε τὰς ἐντολάς του, ὁμοίως καὶ ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι πιστεύομεν εἰς τὸν Χριστόν, ὡς αὐτός, Ἅγιοι εἴμεθα. Καὶ λοιπὸν πῶς σὺ μὲ διδάσκεις νὰ ἀρνηθῶ τοιαύτην ἀληθῆ καὶ Ἁγίαν Πίστιν, ἡ ὁποία μᾶς φέρει εἰς τὸν Θεὸν καὶ μᾶς κάμνει κληρονόμους τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν; Ἐγὼ εἶμαι βέβαιος, ὅτι καὶ σὺ ὅλα αὐτὰ τὰ γνωρίζεις πολὺ καλά, ἀλλ’ ἡ πλάνη τούτου τοῦ κόσμου δὲν σὲ ἀφήνει νὰ προσέλθῃς εἰς τὴν ἀλήθειαν, διὰ νὰ σωθῇς».
Ταῦτα ἀκούσας ἐκεῖνος ἔμεινε κατῃσχυμμένος καὶ μὴ ἔχων τὶ νὰ ἀποκριθῇ, ἔκρυψε τὸ δηλητήριον εἰς τὴν καρδίαν του καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τοὺς ἰδικούς του, διηγούμενος λεπτομερῶς τὰ πάντα καὶ ἔπειτα τοὺς λέγει· «Ἂν ἀφήσωμεν αὐτὸν ἀπείρακτον, θέλει περιπαίξει ὅλην τὴν θρησκείαν μας». Μὲ τούτους τοὺς λόγους παρακινηθέντες ἐκεῖνοι εἰς ἔχθραν, ἐπῆγαν εἰς τὸν κριτὴν καὶ τοῦ διηγοῦνται ὅλα τὰ συμβάντα μὲ τὸν Γεώργιον· ἔπειτα τοῦ λέγουν ἀκόμη καὶ τοῦτο· «Ὅλην τὴν θρησκείαν μας καὶ τὸν νομοδότην μας περιέπαιξεν, ἀκόμη δὲ καὶ τὸν βασιλέα μας καὶ τοὺς ἐξουσιαστὰς καὶ τοὺς κριτάς μας ὅλους εἰς τὴν κόλασιν παρέδωκε καὶ ἐὰν τὸν ἀφήσῃς εἰς τὴν Χριστιανωσύνην, γνώριζε ὅτι ἡ πίστις αὐτοῦ ἔχει νὰ μεγαλυνθῇ καὶ ἡ ἰδική μας ἔχει νὰ γίνῃ παίγνιον». Ὀργισθεὶς ἀπὸ τοὺς λόγους τούτους ὁ κριτής, στέλλει ἀμέσως τὸν ἴδιον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὡμίλησε μὲ τὸν Γεώργιον, καὶ τοῦ λέγει νὰ ὑπάγῃ νὰ τοῦ τὸν φέρῃ, μὲ τρόπον ὅμως ὥστε νὰ μὴ ἐννοήσῃ τι ὁ Γεώργιος. Μεταβὰς λοιπὸν ἐκεῖνος ἐχαιρέτησε τὸν Γεώργιον, λέγων· «Μάθε, Γεώργιε, ὅτι ὁ κριτής μας σὲ χρειάζεται πολύ, διότι τοῦ εἶπα ὅτι εἶσαι πολὺ ἐπιτήδειος εἰς τὴν τέχνην καὶ σὲ θέλει διὰ νὰ τοῦ κατασκευάσῃς πολλὰ στολίδια τοῦ οἴκου του, ὅθεν ἔχεις νὰ ἀποκτήσῃς μεγάλην φιλίαν μὲ αὐτὸν καὶ νὰ λάβῃς καὶ ὅσον μισθὸν θέλεις· ἐλθὲ λοιπὸν νὰ ὑπάγωμεν εἰς αὐτόν».