Βλέπων ὁ Ἀβλάβιος ὅτι καὶ εἰς φόνον τὸν ἀναγκάζουσι, φοβούμενος δὲ μήπτως τοῦ ζητήσουν νὰ τοὺς ἐπιστρέψῃ τὰ χρήματα, τρέχει πρὸς τὸν βασιλέα καὶ προσποιούμενος τὸν λυπημένον λέγει πρὸς αὐτόν· «Πολυχρονεμένε βασιλεῦ, οἱ τρεῖς στρατηγοὶ Νεπωτιανός, Οὗρσος καὶ Ἑρπυλίων, τοὺς ὁποίους ἔπεμψας νὰ εἰρηνεύσωσι τοὺς Ταϊφάλους, ἀντὶ νὰ ἐκτελέσουν τὴν προσταγήν σου, τοὺς παρέσυραν μὲ τὸ μέρος των καὶ σκέπτονται νὰ ἐπαναστήσωσι κατὰ τῆς βασιλείας σου. Λοιπὸν ἐγὼ τοὺς ἐφυλάκισα καὶ τώρα ἡ βασιλεία σου ἀποφάσισον ὡς βούλεσαι ἢ διάταξον νὰ φονευθῶσιν, ἢ σκέψου πῶς θὰ ἀπαλλαγῇς ἐξ αὐτῶν διὰ νὰ ἴδωσι καὶ ἄλλοι καὶ σωφρονισθῶσι».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεὺς καὶ νομίζων ὅτι ὁ Ἀβλάβιος λέγει ἀλήθειαν, διέταξε νὰ τοὺς ἀναγγείλωσιν ὅτι τὴν ἑπομένην ἀποκεφαλίζονται. Ὅθεν γράψας ὁ Ἀβλάβιος τὴν ἀπόφασιν, ἔστειλεν εἴδησιν καὶ εἰς τὴν φυλακὴν διὰ νὰ τοὺς δοθῇ ἡ ἀγγελία. Ὅθεν ἐλθὼν ὁ δεσμοφύλαξ κλαίων τοὺς ἀνήγγειλε τὴν καταδίκην των, τὴν ὁποίαν ὥρισεν ὁ βασιλεύς, λέγων εἰς αὐτούς· «Αὔριον ἀποκεφαλίζεσθε ὅ,τι λοιπὸν ἔχετε νὰ διατάξητε διὰ τὰς οἰκογενείας σας καὶ τὰς περιουσίας σας κάμετε τὸ συντομώτερον». Καὶ ὁ μὲν δεσμοφύλαξ ταῦτα εἶπε· ἐκεῖνοι δὲ ἀκούσαντες τὴν ἀπόφασιν παρέλυσαν τὰ μέλη των, μὴ γνωρίζοντες διὰ ποίαν αἰτίαν ἐδόθη τοιαύτη καταδικαστικὴ ἀπόφασις δι’ αὐτούς. Ἔλεγον δὲ πρὸς ἀλλήλους· «Εἰς τί ἐπταίσαμεν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ βασιλέως καὶ κατεδικάσθημεν οὕτως; Ποία εἶναι ἡ ἁμαρτία ἡμῶν καὶ θέλουν νὰ μᾶς φονεύσουν;». Λέγει ὁ Νεπωτιανός· «Ἐπειδὴ ἐφθάσαμεν εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον, ἀδελφοί μου, τώρα ἀνθρώπινος δύναμις δὲν δύναται νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ· ἐνθυμεῖσθε τὶ συνέβη εἰς τὰ Μύρα τῆς Λυκίας, μὲ τὸν μέγαν Νικόλαον, ὅστις ἠλευθέρωσεν ἐκ τοῦ ἀδίκου θανάτου τοὺς τρεῖς ἄνδρας· αὐτὸς γνωρίζει καὶ δι’ ἡμᾶς ὅτι δὲν ἔχομεν κανένα νὰ μᾶς βοηθήσῃ· εἰς μεγάλην θλῖψιν καὶ ὀδύνην καρδίας εὑρισκόμεθα καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἐκ τοῦ κινδύνου τούτου· ἡ φωνή μας ἔσβυσεν, ἡ γλῶσσά μας ἐξηράνθη καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ δεηθῶμεν· ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ παρακαλέσωμεν τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον Νικόλαον μήπως προφθάσῃ ἡ πρεσβεία του καὶ ἀπελευθερώσῃ καὶ ἡμᾶς τοὺς ἀναιτίους, οἱ ὁποῖοι δὲν γνωρίζομεν τίποτε». Ἤκουσαν καὶ οἱ ἄλλοι καὶ μετὰ δακρύων ἐβόησαν λέγοντες· «Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου, τοῦ ἐλευθερώσαντος ἀπὸ τὸν ἄδικον θάνατον τοὺς τρεῖς ἄνδρας εἰς τὰ Μύρα, πρόφθασον, Κύριε, καὶ μὴ παρίδῃς τὴν ἀδικίαν ταύτην, μηδὲ λησμονήσῃς ἡμᾶς εἰς κίνδυνον θανάτου εὑρισκομένους·