Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ὁ Ἐλεήμων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἔγιναν λοιπὸν οἱ γάμοι χαρμονικῶς, καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς τὴν συγγένειαν ὅλην τοῦ Φιλαρέτου, καὶ ἔδωκεν εἰς ὅλους ἀπὸ τὸν μεγαλύτερον ἕως τοῦ μικροτέρου, τόπους πολλοὺς νὰ ὁρίζωσι, βίον πολύν, κτήματα, ἐνδυμασίας, χρυσίον, λίθους τιμίους, μαργαρίτας καὶ οἰκίας μεγάλας, νὰ κατοικοῦν πλησίον εἰς τὸ παλάτιον. Τότε ἐνεθυμήθησαν ἅπαντες τὴν πρόγνωσιν τοῦ γέροντος, ὅστις τοὺς ἔλεγεν, ὅτι ἔχει θησαυρὸν πολὺν κεκρυμμένον καὶ τὸν ἐμακάριζον, καὶ ηὔχοντο, ὅτι ἡ καλή του γνώμη τοὺς ἐπροξένησε τοσαύτην μακαριότητα, ὁ δὲ τίμιος καὶ ἅγιος γέρων ἀπολαύσας ἀπὸ τὸν βασιλέα τοσαῦτα δωρήματα δὲν ἐλησμόνησε τὰς δωρεὰς τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀφῆκε τὴν προτέραν συνήθειαν, ἀλλ’ ηὐχαρίστει Αὐτὸν διὰ λόγων καὶ ἔργων ἀεὶ καὶ πάντοτε.

Ἡμέραν τινὰ εἶπεν εἰς τὴν γυναῖκα του καὶ τοὺς συγγενεῖς του· «Ἂς ἑτοιμάσωμεν καὶ ἡμεῖς πλουσίαν τράπεζαν νὰ φιλοξενήσωμεν τὸν βασιλέα καὶ ὅλους τοὺς ἄρχοντας». Ἀφοῦ λοιπὸν ηὐτρέπισαν καὶ ἡτοίμασαν ὅσα τοὺς προσέταξε καὶ εὐωδίασαν τὸν τόπον μὲ ἀρώματα διὰ νὰ ὑποδεχθῶσι τὸν βασιλέα, ἐξῆλθε τὸ πρωῒ ὁ μακάριος εἰς τοὺς δρόμους καὶ τὰς ρύμας τῆς πόλεως καὶ ὅσους εὗρε λωβούς, κηλοὺς καὶ γέροντας συμποσουμένους εἰς διακοσίους τὸν ἀριθμόν, ὁδηγήσας εἰς τὸν οἶκόν του, εἶπε πρὸς τοὺς συγγενεῖς του· «Τώρα ἔρχεται ὁ βασιλεὺς μὲ ὅλους τοὺς φίλους του». Οἱ δὲ ἔκαμον θόρυβον πολὺν καὶ προθυμίαν μεγάλην διὰ νὰ ὑποδεχθῶσι τοιαῦτα πρόσωπα, ἐνῷ δὲ οὕτω προητοιμάζοντο, βλέπουν ἔξαφνα τοὺς πτωχοὺς νὰ εἰσέρχωνται. Ὅσοι δὲ ἐξ αὐτῶν εἶχον τοὺς πόδας των σώους ἐκάθησαν εἰς τὴν τράπεζαν, οἱ δὲ μὴ δυνάμενοι ἐκάθησαν χαμηλά· ἔπειτα ἐκάθησε καὶ ὁ καλεστὴς μετ᾽ αὐτῶν. Οἱ δὲ συγγενεῖς του ἔλεγον κρυφίως πρὸς ἀλλήλους· «Ἀληθῶς ὁ γέρων τὴν πρώτην τάξιν δὲν τὴν ἠμέλησεν, ἀλλὰ τοὐλάχιστον τώρα δὲν φοβούμεθα νὰ πτωχεύσωμεν». Προσέταξε λοιπὸν ὁ γέρων τὸν υἱόν του Ἰωάννην, τὸν ὁποῖον ἔκαμεν ὁ βασιλεὺς πρωτοσπαθάριον, νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν τράπεζαν· ὁμοίως καὶ τὰς ἐγγόνας του νὰ παραστέκωσιν ἐπιμελῶς.

Ὅταν ἐσήκωσαν τὴν τράπεζαν εἶπε ταῦτα ὁ μακάριος Φιλάρετος πρὸς τοὺς συγγενεῖς του· «Ἰδοὺ τὸ πρᾶγμα το ὁποῖον σᾶς ὑπεσχέθην, σᾶς τὸ ἔδωσεν ὁ ἐλεήμων Θεός· ἄραγε σᾶς χρεωστῶ ἄλλο τι;».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Παφλαγονία ἦτο ἀρχαία χώρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κειμένη μεταξὺ τοῦ Εὐξείνου Πόντου πρὸς Βορρᾶν, τῆς Βιθυνίας πρὸς Δυσμάς, τῆς Γαλατίας πρὸς Νότον καὶ τοῦ Πόντου πρὸς Ανατολάς, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἐχωρίζετο διὰ τοῦ ποταμοῦ Ἅλυος (τουρκιστὶ Κηζὴλ Ἰρμάκ). Ἐπὶ Βυζαντινῶν ἦτο ἓν ἐκ τῶν 29 θεμάτων τῆς αὐτοκρατορίας· εἰς τὴν περιοχὴν αὐτῆς εὑρίσκονται νῦν τὰ βιλαέτια Κασταμονῆς καὶ Σινώπης (πατρίδος τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου Διογένους).

[2] Ἡ Γάγγρα, εἰς τὴν ὁποίαν συνῆλθε καὶ ἡ γνωστὴ μεγάλη Τοπικὴ Σύνοδος, ἦτο πρωτεύουσα τῆς Παφλαγονίας, καλεῖται δὲ νῦν ὑπὸ τῶν Τούρκων Τσάγγρη ἢ Κάγγαρι κεῖται 100 χλμ ΒΑ τῆς Ἀγκύρας.

[3] Tὸ κοιλὸν τῶν Βυζαντινῶν, περὶ οὗ γίνεται ἐνταῦθα λόγος, ἦτο μέτρον βάρους των σιτηρῶν καὶ ἰσοδυνάμει πρὸς 24 ὀκάδας περίπου ἢ 29,30 σημερινὰ κιλά.

[4] Ἡ φόλλα ἢ φόλλις ἦτο βυζαντινὸν νόμισμα, ὑποδιαιρούμενον εἰς 40 νούμμια. Τὸ δὲ νούμμιον ἦτο τὸ μικρότερον νόμισμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀντιστοιχοῦν πρὸς ἕνα σημερινὸν λεπτόν.

[5] Τὸ πουγγίον ἦτο δερμάτινον σακκίδιον διὰ τὴν τοποθέτησιν τῶν νομισμάτων, τὰ ὁποῖα τότε ἦσαν μόνον μεταλλικά.

[6] Δηλαδὴ χάλκινα νομίσματα.